Νεα ευρήματά πιστεύεται πως θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις για την ανάπτυξη προσαρμοσμένων συστάσεων για τη χορήγηση της βιταμίνης D.
Μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό Clinical Nutrition από επιστήμονες του Trinity College του Δουβλίνου, ρίχνει φως στην πολυπλοκότητα επίτευξης της βέλτιστης δοσολογίας βιταμίνης D σε διαφορετικούς πληθυσμούς. Παρά τη σημαντική έρευνα σχετικά με τους καθοριστικούς παράγοντες της βιταμίνης D, τα επίπεδα ανεπάρκειας βιταμίνης D παραμένουν υψηλά.
Η Δρ. Margaret M. Brennan, βοηθός ερευνητή και πρώτη συγγραφέας της μελέτης δήλωσε: «Ελπίζουμε ότι αυτή η εργασία μπορεί να αναδείξει τις σημαντικές διαφορές στα επίπεδα βιταμίνης D μεταξύ των διαφόρων εθνοτικών ομάδων στα βόρεια γεωγραφικά πλάτη και να συμβάλει στις προσπάθειες για την αντιμετώπιση του μακροχρόνιου προβλήματος της έλλειψης βιταμίνης D για την υγεία του πληθυσμού».
Οι συγγραφείς ανέλυσαν δεδομένα από μισό εκατομμύριο συμμετέχοντες από το Ηνωμένο Βασίλειο (UK,) και για κάθε άτομο, υπολόγισαν την εξατομικευμένη εκτίμηση του περιβαλλοντικού επιπέδου υπεριώδους ακτινοβολίας Β (UVB), το οποίο είναι το μήκος κύματος του ηλιακού φωτός που προκαλεί τη σύνθεση της βιταμίνης D στο δέρμα.
Μια ολοκληρωμένη ανάλυση των βασικών προσδιοριστικών παραγόντων της βιταμίνης D και των αλληλεπιδράσεών τους, αποκάλυψε νέες γνώσεις. Η πρώτη βασική διαπίστωση είναι ότι η περιβαλλοντική UVB αναδεικνύεται σε κρίσιμο προγνωστικό παράγοντα της κατάστασης της βιταμίνης D, ακόμη και σε ένα μέρος όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο δέχεται σχετικά λίγη ηλιακή ακτινοβολία. Η δεύτερη είναι ότι η ηλικία, το φύλο, ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ), τα επίπεδα χοληστερόλης και η χορήγηση συμπληρώματος βιταμίνης D επηρεάζουν σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα ανταποκρίνονται στην UVB. Για παράδειγμα, καθώς αυξάνεται ο ΔΜΣ και η ηλικία, μειώνεται η ποσότητα της βιταμίνης D που παράγεται ως απόκριση στην UVB.
Η καθηγήτρια και κύρια ερευνήτρια Λίνα Ζγκάγκα, δήλωσε: «Πιστεύουμε ότι τα ευρήματά μας έχουν σημαντικές συνέπειες για την ανάπτυξη προσαρμοσμένων συστάσεων που αφορούν τη συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D. Η μελέτη μας υπογραμμίζει την ανάγκη απομάκρυνσης από μια προσέγγιση που ταιριάζει σε όλους, προς εξατομικευμένες στρατηγικές για τη βελτιστοποίηση των δεικτών της βιταμίνης D».
«Η μελέτη μας αναδεικνύει, επίσης, την επίδραση που μπορούν να έχουν στην υγεία μας οι φυσικοί περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως το ηλιακό φως. Ελπίζουμε ότι η προσέγγισή μας θα ενθαρρύνει τους μελλοντικούς ερευνητές και τους φορείς δημόσιας υγείας να ενσωματώσουν αυτούς τους παράγοντες στο έργο τους για την υγεία και τις ασθένειες».
Οι συγγραφείς ελπίζουν ότι το χειρόγραφό τους θα συμβάλει στη συνεχιζόμενη συζήτηση σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τη χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης D.