Η συμβολή της βιταμίνης D, των ωμέγα-3 λιπαρών οξέων και της άσκησης στη διατήρηση της νεότητας.
Η επιθυμία να καθυστερήσει ή ακόμα και να σταματήσει η διαδικασία γήρανσης απασχολεί πολλούς ανθρώπους. Προηγούμενες κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι η μειωμένη πρόσληψη θερμίδων μπορεί να επιβραδύνει τη γήρανση στους ανθρώπους, ενώ η λήψη βιταμίνης D και ωμέγα-3 λιπαρών οξέων έχει αποδειχθεί ευεργετική σε ζώα. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα αυτών των παρεμβάσεων στον ανθρώπινο οργανισμό παρέμενε ασαφής.
Στο πλαίσιο της μελέτης DO-HEALTH, υπό την καθοδήγηση της καθηγήτριας Heike Bischoff-Ferrari, εξετάστηκε η επίδραση της βιταμίνης D, των ωμέγα-3 λιπαρών οξέων και της σωματικής δραστηριότητας στη διαδικασία της γήρανσης.
Προηγούμενες αναλύσεις είχαν δείξει ότι αυτοί οι παράγοντες μείωναν τον κίνδυνο λοιμώξεων, πτώσεων, καρκίνου και πρόωρης ευθραυστότητας. Τα ενθαρρυντικά αυτά αποτελέσματα οδήγησαν στη διερεύνηση της άμεσης επίδρασής τους στη βιολογική γήρανση μέσω επιγενετικών ρολογιών, τα οποία ποσοτικοποιούν τη διαφορά μεταξύ βιολογικής και χρονολογικής ηλικίας μέσω των χημικών τροποποιήσεων του DNA.
Σε συνεργασία με τον ερευνητή Steve Horvath, η επιστημονική ομάδα ανέλυσε δεδομένα από 777 συμμετέχοντες άνω των 70 ετών, εξετάζοντας την επίδραση οκτώ διαφορετικών συνδυασμών παρέμβασης: καθημερινή λήψη 2.000 IU βιταμίνης D, 1 γραμμαρίου ωμέγα-3 λιπαρών οξέων (από φύκια) και/ή 30 λεπτά προπόνησης δύναμης στο σπίτι τρεις φορές την εβδομάδα.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η λήψη ωμέγα-3 λιπαρών οξέων επιβράδυνε τη βιολογική γήρανση έως και τέσσερις μήνες, ανεξάρτητα από παράγοντες όπως το φύλο, η ηλικία και ο δείκτης μάζας σώματος.
Ο συνδυασμός των ωμέγα-3 λιπαρών οξέων, της βιταμίνης D και της προπόνησης δύναμης αποδείχθηκε ακόμη πιο αποτελεσματικός σε ένα από τα επιγενετικά ρολόγια, επιβεβαιώνοντας προηγούμενα ευρήματα της μελέτης DO-HEALTH. Η Bischoff-Ferrari τονίζει ότι κάθε παρέμβαση λειτουργεί μέσω διαφορετικών μηχανισμών που αλληλοσυμπληρώνονται, οδηγώντας σε ένα ισχυρότερο συνολικό αποτέλεσμα.
Παρά τη σημασία των αποτελεσμάτων, η επιστημονική ομάδα αναγνωρίζει περιορισμούς στη μελέτη. Δεν υπάρχει επί του παρόντος ένα «χρυσό πρότυπο» για τη μέτρηση της βιολογικής ηλικίας, αν και τα επιγενετικά ρολόγια που χρησιμοποιήθηκαν είναι από τα πιο προηγμένα.
Ως επόμενο βήμα, οι ερευνητές σχεδιάζουν να επεκτείνουν την ανάλυση σε συμμετέχοντες από τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αυστρία και την Πορτογαλία, ώστε να εξεταστεί η επιρροή γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.