Τα αποτελέσματα της μελέτης που δίνουν μια πιο καθαρή εικόνα για την θέση του χοιρινού κρέατος στις βιώσιμες και υγιεινές διατροφές.
Η μελέτη του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον για την προοπτική των συστημάτων τροφίμων που δημοσιεύθηκε στο Advances in Nutrition είναι η πρώτη που διερευνά τη θέση του φρέσκου χοιρινού κρέατος στο παγκόσμιο πλαίσιο βιωσιμότητας των τροφίμων.
Τα δεδομένα γύρω από το χοιρινό κρέας
Συγχωνεύοντας δεδομένα σχετικά με τη σύνθεση των τροφίμων, τις τάσεις των τροφίμων, τις τιμές και τα εισοδήματα, η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το χοιρινό κρέας είναι μια προσιτή πρωτεΐνη υψηλής ποιότητας και μπορεί να έχει μικρότερο περιβαλλοντικό αντίκτυπο (GHGE) από ό,τι πιστεύονταν προηγουμένως. Καθίσταται επίσης σαφές ότι το χοιρινό κρέας είναι σε θέση για να καλύψει την αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση για ζωική πρωτεΐνη.
Το χοιρινό είναι ένα από τα κρέατα που καταναλώνονται περισσότερο παγκοσμίως, παρέχοντας υψηλής ποιότητας πρωτεΐνες και πολλά μικροθρεπτικά συστατικά. Οι περισσότερες μελέτες μεγάλης κλίμακας σχετικά με την ποιότητα της διατροφής και την υγεία, έχουν συχνά αντιμετωπίσει το χοιρινό κρέας ως ένα ακόμη κόκκινο κρέας. Για παράδειγμα, τα ερωτηματολόγια συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων, μια συνήθης μέθοδος για να διαπιστωθεί τι τρώνε οι άνθρωποι, δεν κάνουν διάκριση μεταξύ των διαφόρων τύπων κόκκινου κρέατος.
Ο συγγραφέας της παρούσας μελέτης, Δρ. Ντρεβνόφσκι, εξηγεί ότι η αντιμετώπιση του χοιρινού κρέατος ως ξεχωριστής και διακριτής κατηγορίας μπορεί να τραβήξει την προσοχή στην υψηλή περιεκτικότητά του σε πρωτεΐνες, το χαμηλότερο κόστος και τις χαμηλότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Η συνέχιση της ομαδοποίησης των κόκκινων κρεάτων στη διατροφική και επιδημιολογική έρευνα θα μπορούσε να έχει συνέπειες στην πολιτική παραγωγής τροφίμων και μπορεί να χρειαστούν νέες αναλύσεις για το χοιρινό κρέας για να υποστηριχθεί συγκεκριμένη δράση δημόσιας υγείας πάνω σε αυτό.
Τα ευρήματα της μελέτης
Η μελέτη διαπίστωσε ότι παρατηρείται αύξηση της κατανάλωσης κρέατος στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος (LMIC), η οποία περιλαμβάνει και το χοιρινό κρέας. Μια εκ νέου ανάλυση των παγκόσμιων δεδομένων του FAO και της Παγκόσμιας Τράπεζας επιβεβαιώνει ότι η αυξανόμενη ζήτηση για ζωική πρωτεΐνη από τις χώρες με χαμηλόμισθες οικονομίες κατευθύνεται κυρίως προς το κοτόπουλο και το χοιρινό κρέας.
Όμως, ο Δρ. Ντρεβνόφσκι εξηγεί ότι οι τρέχουσες προσπάθειες για την προώθηση των φυτικών διαιτών σε όλες τις LMIC θα πρέπει να μην αγνοήσουν τις τοπικές και εδαφικές προτιμήσεις, την ευελιξία των ζωικών πρωτεϊνών, τους νόμους της οικονομίας (οι φυτικές πρωτεΐνες θα αντικατασταθούν από τις ζωικές πρωτεΐνες λόγω της οικονομικής ανάπτυξης) και τις διατροφικές κουλτούρες.
«Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης, αποτελεί κάτι σαν παράδοξο για τη δημόσια υγεία το γεγονός ότι οι χώρες με υψηλότερο εισόδημα στοχεύουν στην αντικατάσταση του χοιρινού κρέατος με φασόλια, ενώ οι χώρες με χαμηλότερο εισόδημα αντικαθιστούν τα φασόλια με χοιρινό κρέας», προσθέτει ο Δρ. Ντρεβνόφσκι. «Οι ζωικές πρωτεΐνες, όπως το χοιρινό κρέας, είναι ένας τρόπος για την αντιμετώπιση των πολλαπλών αναγκών σε πρωτεΐνες και άλλα θρεπτικά συστατικά προτεραιότητας στις χώρες με χαμηλόμισθες οικονομίες», προτείνει.
Τα συμπεράσματα της μελέτης
Τα συμπεράσματα από τις παρούσες αναλύσεις μπορούν να βοηθήσουν στην τελειοποίηση του ορισμού της βιώσιμης υγιεινής διατροφής και να αποσαφηνίσουν το ρόλο του χοιρινού κρέατος στην αλλαγή της παγκόσμιας ζήτησης τροφίμων.
«Αυτή η προοπτική καθιστά σαφές ότι τα κόκκινα κρέατα δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όταν πρόκειται για συστάσεις σχετικά με τις παγκόσμιες βιώσιμες υγιεινές δίαιτες. Θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τις συγκρίσεις μας και να δώσουμε προσοχή στα τοπικά πλαίσια και σε συγκεκριμένες ομάδες τροφίμων», σημειώνει ο Δρ. Ντρεβνόφσκι.
Οι μελλοντικές μελέτες διατροφικής επιδημιολογίας και οι συστάσεις για την πολιτική τροφίμων θα πρέπει να εξετάσουν τον διαχωρισμό του χοιρινού κρέατος από τα άλλα κόκκινα κρέατα, ώστε να αναδιαμορφώσουν τις ιδέες σχετικά με τις δίαιτες και την υγεία, καθώς και το περιβαλλοντικό κόστος της παραγωγής του.