cibum team
Είτε αλληγορικά, είτε ειρωνικά, είτε απόλυτα, οι παροιμίες είναι φράσεις που έχει δημιουργήσει ο λαός και εκφράζουν αλήθειες που έχουν περάσει από το «κόσκινο» της πείρας των ανθρώπων σε ότι έζησαν είδαν και άκουσαν. Γι’ αυτό και συνήθως είναι διδακτικές ενώ διακρίνονται από ζωηρή φαντασία και συχνά από υπερβολή.
Αν και η πηγή της κάθε παροιμίας είναι άγνωστη, τα… επιχειρήματα που προβάλλουν είναι αδιαμφισβήτητα καθώς αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι της παράδοσης όλων των χωρών, σχετίζονται με τις ανθρώπινες συμπεριφορές και συνήθειες, τον τρόπο σκέψης και αποτελούν συσσωρευμένη εμπειρία χιλιάδων ανθρώπων. Οι παροιμίες καλύπτουν όλο τα φάσμα της καθημερινότητας του ανθρώπου, αλλά οι πιο πολλές παροιμίες χρησιμοποιούν το φαγητό ασχέτως εάν η ιδέα ή το νόημα τους, έχει σχέση με το φαγητό …
Παραθέτουμε μερικές (σίγουρα υπάρχουν και πολλές άλλες) που εντοπίσαμε στο γνωμικολογικό και στο iscreta.gr
Όταν έχεις και δεν τρως, πρέπει να σε δει γιατρός.
Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.
Σε ξένο φαΐ αλάτι να μη ρίχνεις.
Φασουλάδα τρομερή, κάθε βήμα και πορδή.
Φάε κουμπάρε ελιές –καλό είν’ και το χαβιάρι.
Πρώτα θεμέλια του σπιτιού, ψωμί, κρασί και λάδι.
Το γέλιο χάνει την τιμή, το κολατσιό το γιόμα και το μικρό το δειλινό χάνει το μέγα δείπνο.
Καλογέροι για δουλειά, ούτε κρίση ούτε λαλιά.
Καλογέροι για φαΐ, όλοι εδώ οι ορφανοί.
Ο τρελός με την τρελάρα του, γεμίζει την κοιλάρα του.
Άδειο σακί δε στέκεται, γεμάτο δε λυγάει.
περί φαγητού ο λόγος
Κουμπάρε φάε και ψωμί· καλά είν’ και τα κοψίδια.
Αγρύπνησε να κοιμηθείς και πείνασε να φάγεις.
Ωσάν το σκλάβο δούλευε και ωσάν τον άρχο τρώγε
Όπου βλέπεις μάσα κάτσε κι όπου βλέπεις ξύλο τρέχα.
Η πρώτη μπουκιά είναι τρουβελιά.
Καλά είν’ τα ρουπακόφυλλα με το ρογί το λάδι.
Κότα πίτα τον Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη.
Παπά φαγί και διάκου μπούκα.
Μία κοιλιά, καλή κοιλιά, κρατάει πέντε ημέρες.
Φάβα χωρίς κρομμύδι, γάμος χωρίς παιχνίδι.
Το πολύ φαγί σπληνιάζει και το λίγο μαραζιάζει.
Του παιδιού η κοιλιά κοφίνι και τρελός όποιος του δίνει.
Ο δρόμος για την καρδιά του άντρα περνάει από το στομάχι.
Να τρως λιγότερο, να γεύεσαι περισσότερο.
Ο άνθρωπος εκεί που γεννιέται δεν κάθεται, εκεί που χορταίνει κάθεται.
Τι θα ταΐσεις να σκέφτεσαι, όχι τι θα φας
Ό,τι σάλτσα κάνει για τη χήνα, κάνει και για τη γαρνιτούρα.
Κοιλιά γεμάτη αυτιά δεν έχει.
Αλίμονό του που πεινά κι ελπίζει στη γειτονιά.
Άλλοι τρώνε ό,τι θέλουν κι άλλοι ό,τι έχουν.
Άλλοι χάσκουν κι άλλοι καταπίνουν.
Αλλού παχνίζει, αλλού φουρνίζει…
Άμα βρεις φαΐ, φάε. Αν βρεις ξύλο φύγε.
Αναστενάζει και δειπνεί, κλαίει και γευματίζει.
Από δω ως τα Γιάννενα για ένα καλό φαΐ.
Άπραγος στο ζύμωμα, στραβά κουλούρια πλάθει.
Απ’ όσα λες κυρά μου, χορτασμένη είναι η κοιλιά μου.
Ας γελάμε κι ας πηδάμε για να λεν πως δεν πεινάμε.
Βάλε τον κώλο μάγειρα, σκατά θα μαγειρέψει.
Βγάζει από κρύο φούρνο ζεστό ψωμί.
Βράζει στο ζουμί του/της…
Βράζει το τσουκάλι. Τι θα βγει, δεν ξέρουμε
Βράσε ρύζι.
Βρεγμένο το θέλει το παξιμάδι…
Για να ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνισε.
Δε θέλει ρύζι με νερό. Θέλει νερό με ρύζι.
Δε φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι.
Δεν έχει ψωμί αυτή η δουλειά. Δε βγαίνει βούτυρο…
Εγώ σ’ έχτισα φούρνε μου κι εγώ θα σε χαλάσω.
Εγώ ψοφώ για το ψωμί κι ο άντρας μου δανείζει..
Εδώ τρως και πίνεις κι αλλού πας και το δίνεις…
Εκεί που ’ναι τα δόντια λείπουν τα παξιμάδια
Εκείνος που περιμένει από άλλον, πολύ αργά δειπνεί.
Εμείς ψωμί δεν είχαμε και ραπανάκια γυρεύαμε.
Εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα πίτα τρώει.
Εμείς ψωμί δεν έχουμε… Τον ξένο τι τον θέμε;
Εννιά λογιών φαΐ, όλο κολοκύθι.
Εννιά νομάτοι, εννιά ψωμιά κι εγώ ο έρμος ένα…
Εσύ το κανταΐφι κι εγώ ούτε ψωμί αρμένικο.
Έφαγε τον αγλέουρα…. Έφαγε τ΄ άντερά του.
Η αλέστα έτρωγε πίτα κι κουτή καθόταν κι εκοίτα.
Η κοιλιά με τ’ άντερα μαλώνουν.
Η πείνα κάστρα πολεμά και κάστρα καταπίνει.
Θα φάμε αέρα κοπανιστό.
Κάλλιο να ’χει η τσέπη μου, παρά η κοιλιά μου.
Κάλλιο το σημερινό ψωμί παρά η αυριανή πίτα.
Κάποιος φούρνος γκρεμίστηκε…
Κοιλιά γεμάτη αυτιά δεν έχει.
Λόγια της καραβάνας…
Με το μέλι τρως πιο πολύ ψωμί παρά με το ξίδι.
Μήδε ωμός τρώγεσαι, μήδε ψημένος…
Μου ’ταξε φούρνους με καρβέλια.
Μπουκιά και συχώριο…
Να τρώμε και να πίνουμε να ’χουμε και το νου μας.
Ξένο ψωμί και δικό σου μαχαίρι.
Ο άνθρωπος ο νηστικός μπορεί να τραγουδήσει.
Ο αχόρταγος κι ο λαίμαργος σκάβουν το μνήμα τους με τα δόντια τους.
Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται.
Ο φαγάς κλέβει…
Ο χορτάτος το νηστικό δεν τον πιστεύει.
Ό,τι βάζεις στο πιάτο, πιάνει το κουτάλι σου.
Ό,τι βγάζει η κυρα-Θωμαή, μια στο γλέντι και μια στο φαΐ.
Οι πολλοί μάγειροι χαλούν τη σούπα.
Όλα είναι υφάδια της κοιλιάς μα το ψωμί στημόνι.
Όλα τα τζάκια που καπνίζουνε μαγειρεύουνε;
Όποιος βαριέται να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινίζει.
Όποιος γλείφει τα πιάτα αλείφει τα μούτρα του.
Όποιος μαγειρεύει, ξέρει να τρώει.
Όποιος τρώει λίγο, τρώει πιο πολύ.
Όποιος χορταίνει ύπνο, δε χορταίνει ψωμί.
Όπου σου λεν να φας, φάε κι όπου δέρνουν φύγε…
Όταν έχεις ψωμί είσαι έξυπνος. (πλούσιος – με δουλειά)
Όταν κοιμάται ο γιόκας μου ψωμί δε μου γυρεύει.
Πάει στο γύφτο για προζύμι…
Παίζει η κοιλιά του ταμπουρά.
Πάμε να φάμε ψωμί…
Πάτησε την πίτα.
Πάτησε το ψωμί που έφαγε…
Πεθαίνω της πείνας…
Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα…
Περί ορέξεως ουδείς λόγος…
Πέσε πίτα να σε φάω.
Πίτα που δεν τρως τι σε μέλει κι αν καεί;
Πολλά τζάκια καπνίζουν, λίγα μαγειρεύουν.
Ρίχνει αλάτι σ’ όλα τα φαγιά.
Σαν σκλάβος δούλευε και σαν αφέντης τρώγε.
Σε τάβλα που δεν έστρωσες το χέρι μην απλώσεις.
Στο ξένο φαΐ ούτε λάδι ούτε ξίδι.
Στον αχόρταγο αν δώσεις το δάχτυλό σου, σου κόβει (παίρνει) και το χέρι.
Τα μάτια του νηστικού δε χορταίνουν.
Το ζυμάρι όσο το ζυμώνεις φουσκώνει.
Το πεινασμένο στομάχι, δεν έχει αυτιά…
Το φαΐ των εννιά φτάνει για δέκα.
Το χωράφι το άκαρπο, ποτέ του να καρπίσει.
Το ψωμί γερό και το σκυλί χορτάτο.
Του ήρθε λουκούμι…
Του κρέμασαν το κουτάλι…
Τρώγοντας έρχεται η όρεξη.
Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
Τ’ αγόρασε για ένα κομμάτι ψωμί.
Τ’ αγόρασε για ένα κομμάτι ψωμί.
Φάγαμε ψωμί κι αλάτι.
Χίλια μαντήλια και να ’χεις, χίλια πρόσωπα δεν τρέφεις.
Χωρίς προζύμι, ψωμί δε γίνεται.