Αναφορές, μελέτες και προειδοποιήσεις κρούουν καμπανάκι κινδύνου – Τι λέει η αντίθετη άποψη και ποιο είναι το “κλειδί” για ασφαλή κατανάλωση.
Η ζήτηση για αναψυκτικά διαίτης που περιέχουν τεχνητά γλυκαντικά (NSS) και όχι ζάχαρη, έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια λόγω της μετατόπισης των διατροφικών συνηθειών των καταναλωτών προς πιο υγιεινές εναλλακτικές από τα ποτά με πολλές θερμίδες, όπως και λόγω του αυξανόμενου επιπολασμού της παχυσαρκίας και του διαβήτη. Σύμφωνα μάλιστα με την εταιρεία έρευνας αγοράς marketresearch, η παγκόσμια αγορά αναψυκτικών διαίτης έφτασε τα 5,8 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022 και αναμένεται να φτάσει τα 9,3 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2030, αυξάνοντας με CAGR 6,2% κατά την περίοδο πρόβλεψης 2023-2030. Είναι δε, τόσο έντονη η παρουσία τους στην καθημερινότητα που πλέον τα αναψυκτικά διαίτης ανιχνεύονται και σε λύματα.
Μαζί όμως με την αύξηση της κατανάλωσης αναψυκτικών με γλυκαντικά, αυξάνονται τόσο οι μελέτες για την αρνητική τους επίδραση στην υγεία όσο και οι προειδοποιήσεις. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έχει δώσει κατευθυντήρια γραμμή για τα γλυκαντικά χωρίς ζάχαρη (NSS), η οποία συνιστά να μην χρησιμοποιείται NSS για τον έλεγχο του σωματικού βάρους ή τη μείωση του κινδύνου για μη μεταδοτικές ασθένειες (ΜΣΝ).
Η σύσταση βασίζεται στα ευρήματα μιας συστηματικής ανασκόπησης των διαθέσιμων στοιχείων που υποδηλώνουν ότι η χρήση του NSS δεν προσφέρει κανένα μακροπρόθεσμο όφελος στη μείωση του σωματικού λίπους σε ενήλικες ή παιδιά. Τα αποτελέσματα της ανασκόπησης υποδηλώνουν επίσης ότι μπορεί να υπάρχουν πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες από τη μακροχρόνια χρήση του NSS, όπως αυξημένος κίνδυνος διαβήτη τύπου 2, καρδιαγγειακές παθήσεις και θνησιμότητα στους ενήλικες. Να θυμηθούμε και την προσωπική εμπειρία ενός καταναλωτή που όταν σταμάτησε την Coca Cola Light, έχασε 4,5 κιλά σε ένα μήνα.
“Η αντικατάσταση των ελεύθερων σακχάρων με NSS δεν βοηθά στον έλεγχο του βάρους μακροπρόθεσμα. Οι άνθρωποι πρέπει να εξετάσουν άλλους τρόπους για να μειώσουν την πρόσληψη ελεύθερων σακχάρων, όπως η κατανάλωση τροφίμων με φυσικά σάκχαρα, όπως φρούτα ή τρόφιμα και ποτά χωρίς ζάχαρη”, δήλωσε ο Francesco Branca, Διευθυντής του ΠΟΥ για τη Διατροφή και την Ασφάλεια των Τροφίμων «Τα NSS δεν είναι απαραίτητοι διατροφικοί παράγοντες και δεν έχουν καμία θρεπτική αξία. Οι άνθρωποι θα πρέπει να μειώσουν τη γλυκύτητα της δίαιτας εντελώς, ξεκινώντας από νωρίς στη ζωή τους, για να βελτιώσουν την υγεία τους».
Η σύσταση ισχύει για όλους τους ανθρώπους εκτός από άτομα με προϋπάρχοντα διαβήτη και επίσης δεν ισχύει για προϊόντα προσωπικής φροντίδας και υγιεινής που περιέχουν NSS, όπως οδοντόκρεμα, κρέμα δέρματος και φάρμακα.
Εκτός από την σύσταση του ΠΟΥ και του ότι τα γλυκαντικά βλάπτουν και το περιβάλλον και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συστήσει μείωση της κατανάλωσης γλυκαντικών με την επισήμανση ότι «οι γλυκαντικές ουσίες χωρίς ζάχαρη, δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την αντιστάθμιση της μείωσης των επιπέδων πρόσθετων/ελεύθερων σακχάρων στα τρόφιμα ώστε να καταστεί δυνατή η προσαρμογή της γεύσης σε χαμηλότερα επίπεδα γλυκύτητας».
Παράλληλα μελέτη που είδε το φως της δημοσιότητας τον Μάιο του 2023 κατέληξε στο συμπέρασμα πως «Τα αναψυκτικά διαίτης περιέχουν συχνά ένα μείγμα μη θρεπτικών γλυκαντικών που εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος μετά την κατανάλωση …. ακόμη και μια μέση πρόσληψη μη θρεπτικών γλυκαντικών μπορεί να επηρεάσει τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος στο αίμα».
Ένα δημοφιλές γλυκαντικό η σουκραλόζη, σύμφωνα με άλλη μελέτη σε ποντίκια που έλαβαν τη ανώτερη συνιστώμενη δόση που συστήνουν οι Ευρωπαϊκές αρχές, αναστέλλει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Σύμφωνα με στοιχεία των New York Times, τακτικοί καταναλωτές ποτών με τεχνητά γλυκαντικά όπως η coca zero και η died pepsi, είχαν 26% πιθανότητες να πεθάνουν πρόωρα από αυτούς που τα καταναλώνουν σπάνια. Επιπλέον, μια προηγούμενη μελέτη έδειξε πως τα τεχνητά γλυκαντικά δημιουργούν μακροχρόνιες πεπτικές παθήσεις και δυσφορία. Ενώ όπως έχει επισημάνει ο Guardian, οι ερευνητές πιστεύουν πως τα τεχνητά γλυκαντικά συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων γι’ αυτό και δεν πρέπει θεωρούνται ως ασφαλής εναλλακτική αντί της ζάχαρης, οδηγούν σε αγχωτική συμπεριφορά, ανοίγουν την όρεξη για κατανάλωση γλυκών οδηγώντας τελικά σε αύξηση και όχι μείωση του βάρους, προκαλούν αλλαγές στο εντερικό μικροβίωμα και, έχουν συνδεθεί με 9% υψηλότερο κίνδυνο καρδιακής νόσου και με 18% υψηλότερο κίνδυνο εγκεφαλοαγγειακής νόσου σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου της Σορβόνης.
Επίσης μπορεί να αλλάξουν τις νευρικές οδούς που είναι υπεύθυνες για την απόκριση ευχαρίστησης στο φαγητό. Τέλος υπάρχουν κάποιες πρώιμες ενδείξεις ότι τα τεχνητά γλυκαντικά μπορεί να ερεθίσουν την επένδυση του πεπτικού συστήματος, προκαλώντας φλεγμονή και αυξάνοντας την πιθανότητα διάρροιας, δυσκοιλιότητας, φουσκώματος και άλλων συμπτωμάτων που συχνά σχετίζονται με το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Ωστόσο, αυτή η μελέτη σημείωσε ότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα. Να υπενθυμίσουμε και τον σάλο που προκλήθηκε από την κατάταξη της ασπαρτάμης ως πιθανώς καρκινογόνο για τον άνθρωπο από τον ΠΟΥ, που όμως αμφισβητήθηκε έντονα αλλά δεν εμπόδισε τον ορισμό αποδεκτής ημερήσιας πρόσληψης στα 40 mg/kg σωματικού βάρους.
Τα παραπάνω είναι μόνο λίγες από αναφορές, μελέτες και δημοσιεύματα σχετικά με τις αρνητικές επιδράσεις των αναψυκτικών διαίτης. Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη ότι τα γλυκαντικά μπορεί να είναι υποστηρικτικά στην απώλεια βάρους ότι τελικά δεν επηρεάζουν την όρεξη και είναι ευεργετικά για τη μείωση της πρόσληψης ζάχαρης και είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για τη μείωση της πρόσληψης προστιθέμενης ζάχαρης χωρίς να οδηγούν σε αντισταθμιστική αύξηση της όρεξης ή της ενεργειακής πρόσληψης.
Εν κατακλείδι, το μέτρο είναι το κλειδί. Από τη μία εάν τα γλυκαντικά είναι αθώα, οι αρμόδιοι επιστήμονες δεν θα καθόριζαν αποδεκτή ποσότητα ημερήσιας πρόσληψης. Από την άλλη τα αναψυκτικά διαίτης είναι μία καλή εναλλακτική για ανθρώπους με διαβήτη. Η κατανάλωση αναψυκτικών διαίτης περιστασιακά είναι απίθανο να βλάψει την υγεία μας, αλλά η συχνή ή υπερβολική πρόσληψη μπορεί να αυξήσει τους κινδύνους για την υγεία μακροπρόθεσμα. Το απλό ή ανθρακούχο νερό, τα αφεψήματα από βότανα ή τα γάλατα παραμένουν οι καλύτερες επιλογές για ενυδάτωση.