Νέα μελέτη για το φαινολικό προφίλ σε ελληνικές ποικιλίες μελιού και για τις μεθόδους προστασίας από νοθεία και διασφάλισης της ποιότητας
Το μέλι είναι ένα φυσικό γλυκαντικό που καταναλώνεται ευρέως παγκοσμίως λόγω των πιθανών οφελών που προάγουν την υγεία, όπως οι ανοσορυθμιστικές, αντι-πολλαπλασιαστικές και αντιφλεγμονώδεις επιδράσεις, σε ορισμένες διατροφικές καταναλώσεις.
Λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη θρεπτική αξία του μελιού σε συνδυασμό με την υψηλή τιμή του και το σημαντικό μερίδιο αγοράς του, είναι ένα εμπόρευμα ιδιαίτερα ευαίσθητο σε δόλιες πρακτικές.
Η εσφαλμένη επισήμανση της βοτανικής ή γεωγραφικής προέλευσης, η προσθήκη σιροπιών χαμηλού κόστους και η αραίωση του μελιού με νερό είναι από τις πιο κοινές δόλιες πράξεις. Καθίσταται λοιπόν απαραίτητο να αναπτυχθούν αναλυτικές μέθοδοι για τη διασφάλιση της ποιότητας του μελιού και την προστασία των καταναλωτών και της βιωσιμότητας της αγοράς.
Έχει χρησιμοποιηθεί μια πληθώρα αναλυτικών τεχνικών για την αξιολόγηση της αυθεντικότητας του μελιού. Οι χρωματογραφικές και φασματοσκοπικές τεχνικές, παράλληλα με τις συμβατικές μεθόδους μέτρησης των φυσικοχημικών ιδιοτήτων, όπως η ηλεκτρική αγωγιμότητα ή η οξύτητα, είναι αυτές που εφαρμόζονται συνήθως. Παρόλο που οι φασματοσκοπικές μέθοδοι παρέχουν συνήθως μη καταστρεπτική ανάλυση και οι συμβατικές μέθοδοι είναι ευρέως διαθέσιμες λόγω του χαμηλού κόστους τους, ο συνδυασμός χρωματογραφίας με φασματομετρία μάζας (MS) επιτρέπει την ανίχνευση διαφόρων κατηγοριών προσδιοριζόμενων ουσιών, π.χ. υπολείμματα φυτοφαρμάκων (για τον έλεγχο της βιοπαραγωγής), σάκχαρα (για την αξιολόγηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών προς την κατεύθυνση της καθιερωμένης νομοθεσίας, οδηγία 2001/110/ΕΚ) ή φαινολικές ενώσεις (για την εκτίμηση της γεωγραφικής, βοτανικής ή εντομολογικής προέλευσης). Είναι σημαντικό ότι ο προσδιορισμός των φαινολικών ενώσεων σε μελέτες αυθεντικότητας του μελιού μπορεί να έχει δυαδικό χαρακτήρα, λεπτομερώς, τόσο ως χαρακτηριστικοί δείκτες όσο και για την αξιολόγηση της θρεπτικής αξίας του μελιού λόγω της βιοδραστικότητάς τους. Έτσι, η αποτύπωση των φαινολικών ενώσεων μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για τη διερεύνηση τόσο της προέλευσης, όσο και της πιθανής βιοδραστικότητας αξιόπιστων τύπων μελιού, όπως το μέλι που παράγεται στην Ελλάδα.
Το ελληνικό μέλι θεωρείται γενικά υψηλής ποιότητας λόγω των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών του, της βιολογικής του δραστηριότητας και της βιοποικιλότητας της ελληνικής υπαίθρου, η οποία περιλαμβάνει πολλά ενδημικά είδη φυτών. Επιπλέον, η Ελλάδα διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην παραγωγή και εξαγωγή μελιού της ΕΕ. Ενδεικτικά, η Ελλάδα εξήγαγε 856 τόνους μελιού σε τρίτες χώρες εκτός Ε.Ε. από τον Ιανουάριο του 2020 έως τον Αύγουστο του 2020, σημειώνοντας αύξηση 79% σε σύγκριση με τις συνολικές εξαγωγές της κατά την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Επιπλέον, η Ελλάδα είχε τις περισσότερες κυψέλες ανά μελισσοκόμο (147 κυψέλες ανά μελισσοκόμο, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 21), υποδεικνύοντας τον αντίκτυπο της παραγωγής μελιού στην εθνική οικονομία και τη γεωργία.
Λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα που συζητήθηκαν, οι επιστήμονες ανέλυσαν συνολικά 169 δείγματα μελιού με διαφορετικές βοτανικές καταβολές, δηλαδή 62 μέλια ανθέων, 10 μέλια μονοανθικής ελάτης, 24 βελανιδιάς, 39 πεύκου και 34 θυμαριού για να αποκαλύψουν βοτανικούς δείκτες προέλευσης του ελληνικού μελιού μέσω της περιεκτικότητας σε φαινολικές ενώσεις. Για να επιτευχθεί αυτό, επαληθεύτηκε η πρόσφατα αναπτυγμένη υβριδική τετραπολική φασματομετρία μάζας υγρής χρωματογραφίας εξαιρετικά υψηλής απόδοσης (UHPLC-q-TOF-MS) και επικαιροποιήθηκε ο κατάλογος στόχων της αναλυτέας ουσίας, συμπεριλαμβανομένων συνολικά 24 φαινολικών ενώσεων-στόχων. Συνολικά, η συγκεκριμένη μελέτη τεκμηριώνει το φαινολικό προφίλ του ελληνικού μελιού και παρουσιάζει μεταβολομικές προσεγγίσεις για τον προσδιορισμό της βοτανικής του προέλευσης.
Η εφαρμογή των διαφόρων μεταβολομικών προσεγγίσεων HRMS παρείχε επιτυχή διάκριση του ελληνικού μελιού από πέντε διαφορετικές βοτανικές πηγές. Οι ροές εργασίας που χρησιμοποιήθηκαν, παρείχαν γόνιμες πληροφορίες σχετικά με το ελληνικό προφίλ πολυφαινολικών ενώσεων μελιού. Όσον αφορά τη στοχευμένη ανάλυση, αποδείχθηκε ότι οι πιθανοί δείκτες βοτανικής προέλευσης θα μπορούσαν να επιτευχθούν ακόμη και με τη χρήση μονομεταβλητής ανάλυσης, δηλαδή της ANOVA. Ωστόσο, τα αναλυτικά πρότυπα που χρησιμοποιούνται για τον ποσοτικό προσδιορισμό των στοχευμένων προσδιοριζόμενων ουσιών, αυξάνουν το κόστος της μεθόδου. Συνολικά, η παρούσα μελέτη παρέχει πληθώρα γνώσεων σχετικά με τη μεταβολομική σύνθεση του ελληνικού μελιού και οι προτεινόμενοι δείκτες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να καταστήσουν την εθνική παραγωγή μελιού πιο ασφαλή.
Οι επιστήμονες που ασχολήθηκαν με αυτή την μελέτη, προέρχονται από την Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Τσεχία και τη Γερμανία.
Για να διαβάσετε ολόκληρη την μελέτη για το ελληνικό μέλι, πατήστε εδώ