Υπόνοιες νοθείας σε ελληνικά λουκάνικα – Αναφορά από τη Γερμανία στην ΕΕ
Δόθηκε στη δημοσιότητα η μηνιαία έκθεση Μαΐου, με τις υποψίες απάτης στον αγροδιατροφικό τομέα της ΕΕ. Μια κοινοποίηση απάτης ορίζεται ως μη συμμόρφωση σχετικά με οποιαδήποτε ύποπτη εκούσια ενέργεια από επιχειρήσεις ή άτομα, με σκοπό την εξαπάτηση των αγοραστών και την αποκόμιση αδικαιολόγητου οφέλους. Η έκθεση περιλαμβάνει μη συμμορφώσεις με υποψίες απάτης. Αυτές είναι μη επιβεβαιωμένες απάτες, αλλά συμβάλλουν στην ειδοποίηση και την έναρξη ερευνών από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ | Πόσο υγιεινό είναι το γιαούρτι σας;
Τον Μάιο ανακτήθηκαν 129 υποψίες απάτης από 764 κοινοποιήσεις στο iRASF. Μεταξύ των αναφορών στην έκθεση, περιλαμβάνεται και μία ειδοποίηση από τη Γερμανία για προϊόν που παράγεται στην Ελλάδα. Η αναφορά εντάσσεται στην κατηγορία «Νοθεία (με συστατικό υποκατάστασης) για το κρέας και για προϊόντα κρέατος».
Πρόκειται για λουκάνικα στα οποία εντοπίστηκε υψηλότερη περιεκτικότητα σε λιπαρά από τη δηλωμένη και πιο συγκεκριμένα η αναγραφόμενη περιεκτικότητα σε λιπαρά ήταν 19,7 g/100 g και η πραγματική, 26,7 g/100 g (υπέρβαση κατά 35%). Επίσης τα λουκάνικα περιείχαν γλουταμινικό οξύ σε ποσότητα 1888 mg/kg. Ανάλογη αναφορά έγινε από τη γερμανία και για Ιταλικά λουκάνικα λόγω υψηλότερης περιεκτικότητα σε λιπαρά από τη δηλωμένη (23,9 g /100 g αντί για 14,5 g /100 g). Για το θέμα δεν έχουν δοθεί περισσότερες λεπτομέρειες για την εταιρεία και τη μάρκα του προϊόντος. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το γλουταμινικό οξύ και οι άλατά του (γνωστά ως γλουταμικά, π.χ. μονοσόδιο γλουταμινικό MSG) επιτρέπονται ως βελτιωτικά γεύσης, αλλά με συγκεκριμένους κανόνες και όρια.
*Το Cibum είναι εξειδικευμένο site ασφάλειας τροφίμων και απευθύνεται στον κλάδο και στους επαγγελματίες τροφίμων, όπως και σε συνειδητοποιημένους καταναλωτές. Το παρόν άρθρο έχει σκοπό να προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες στους επιστήμονες τροφίμων και επαγγελματίες που σχεδιάζουν τα συστήματα και μέτρα ασφάλειας τροφίμων των επιχειρήσεων τροφίμων. Τα συμβάντα ασφάλειας τροφίμων σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο αποτελούν πολύτιμα εισερχόμενα δεδομένα στην ανάλυση επικινδυνότητας της διαδικασίας διαχείρισης τροφίμων (HACCP) που υποχρεούται να συντάσσει και να διατηρεί βάση νόμου, κάθε επιχείρηση τροφίμων.