Εξάπλωση των καρβαπενεμασών στην Ευρωπαϊκή τροφική αλυσίδα.
Από το 2011, όταν για πρώτη φορά εντοπίστηκαν εντεροβακτηρίδια που παράγουν καρβαπενεμάση (CPE) στην τροφική αλυσίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι επιστημονικές ανησυχίες για την ανθεκτικότητα στα αντιμικροβιακά έχουν αυξηθεί σημαντικά.
Η κατάσταση κινητοποίησε την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA), η οποία μέσα από την ομάδα BIOHAZ, αξιολόγησε εκ νέου τα δεδομένα, παρέχοντας ανανεωμένη επιστημονική γνωμοδότηση για μια απειλή που εξελίσσεται διαρκώς.
Η νέα έκθεση καλύπτει την καταγραφή υφιστάμενων πρωτοβουλιών και δεδομένων από τα κράτη μέλη της ΕΕ και της ΕΖΕΣ (ToR1) και την ανασκόπηση της τρέχουσας γνώσης γύρω από τις πηγές και τις οδούς μετάδοσης των CPE (ToR3). Η ανάλυση βασίστηκε σε στοιχεία έως τον Φεβρουάριο του 2025 και αποτυπώνει μια αυξανόμενη εξάπλωση των CPE τόσο σε ζώα όσο και στο περιβάλλον παραγωγής τροφίμων.

CPE έχουν εντοπιστεί σε 14 από τις 30 ευρωπαϊκές χώρες που συμμετέχουν στο δίκτυο επιτήρησης, με συχνότερη παρουσία σε χοίρους, βοοειδή και κοτόπουλα. Το βακτήριο E. coli παραμένει ο βασικός φορέας, αλλά έχουν καταγραφεί και άλλα είδη, όπως Klebsiella pneumoniae, Salmonella Infantis και μέλη του συμπλέγματος Enterobacter cloacae. Η παρουσία καρβαπενεμασών ανιχνεύεται σε διάφορα γονίδια, με τα blaVIM-1, blaOXA-48, blaOXA-181 και blaNDM-5 να κυριαρχούν.
Ενδεικτικό της έκτασης του φαινομένου είναι η γενετική ποικιλομορφία των στελεχών, αλλά και η ανίχνευση κοινών πλασμιδίων τόσο σε ζώα όσο και σε ανθρώπους, γεγονός που υποδηλώνει πιθανές οδούς μετάδοσης μεταξύ ζωικού και ανθρώπινου πληθυσμού. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της Ιταλίας, όπου εντοπίστηκε το ίδιο στέλεχος E. coli με το γονίδιο blaOXA-181 σε χοίρους, βοοειδή, γαλοπούλες και σε εργαζόμενο φάρμας, ενώ στη Γερμανία και την Ισπανία τεκμηριώθηκε ενδοκτηνοτροφική διασπορά.
Η παρακολούθηση και ανίχνευση των CPE βασίζεται κυρίως στην καλλιέργεια του E. coli, με περιορισμούς ως προς άλλα είδη Enterobacterales. Αν και τουλάχιστον 24 χώρες διαθέτουν την τεχνική ικανότητα για ανάλυση ολικού γονιδιώματος, η ετερογένεια των εργαλείων και μεθόδων μειώνει την αξιοπιστία και συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων. Βελτιωμένα πρωτόκολλα που περιλαμβάνουν PCR και μεταγονιδιωματικές τεχνικές έχουν αναπτυχθεί, χωρίς όμως να είναι ακόμη ευρέως καθιερωμένα.
Η κατάσταση επιβαρύνεται από την παρουσία CPE σε εισαγόμενα τρόφιμα υδρόβιας ή μη ζωικής προέλευσης, όπου παρατηρείται μεγαλύτερη ποικιλομορφία γονιδίων, περιλαμβάνοντας ακόμα και σπάνιες παραλλαγές, όπως blaIMP και blaKPC. Στη Σουηδία, για παράδειγμα, CPE εντοπίστηκαν σε εγκαταστάσεις ζωοτροφών αλλά όχι στα ίδια τα ζώα, γεγονός που εγείρει ερωτήματα για άλλες, ανεξερεύνητες οδούς μετάδοσης.
Παρά την πρόοδο, παραμένουν σημαντικά κενά στη γνώση γύρω από την εξάπλωση των CPE στην τροφική αλυσίδα. Από τις 30 συμμετέχουσες χώρες, μόνο δέκα διαθέτουν σχέδια έκτακτης ανάγκης για τον έλεγχο του φαινομένου. Σε ορισμένες χώρες αυτά τα σχέδια είναι νομοθετικά υποχρεωτικά, ενώ αλλού λειτουργούν σε εθελοντική βάση. Τα μέτρα που εφαρμόζονται περιλαμβάνουν επιδημιολογικές έρευνες, περιορισμό της χρήσης αντιμικροβιακών και ενίσχυση της βιοασφάλειας.
Η EFSA καταλήγει πως απαιτείται μια προσέγγιση “Μία Υγεία”, η οποία θα ενσωματώνει ανθρώπινη, ζωική και περιβαλλοντική υγεία, για την πρόληψη και διαχείριση της ανθεκτικότητας στις καρβαπενέμες.