Η κατανάλωση γάλακτος στη Γαλλία το 2022 ήταν 2,65 δισεκατομμύρια λίτρα, μετά από πτώση 5,6% το προηγούμενο έτος.
Μείωση στην κατανάλωση γάλακτος, αλλά αύξηση του τζίρου παρατηρείται στην γαλλική αγορά, υποδηλώνοντας μια αλλαγή στις καταναλωτικές προτιμήσεις.
Η κατανάλωση υγρού γάλακτος στη Γαλλία μειώθηκε κατά 3,9% το 2022, μείωση που αποτελεί μέρος μιας αλλαγής που παρατηρείται εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο ιστότοπος International Suermarket News, το 2022 η κατανάλωση γάλακτος στη Γαλλία ήταν 2,65 δισεκατομμύρια λίτρα, μετά από πτώση 5,6% το προηγούμενο έτος.
Οι Γάλλοι καταναλώνουν το γάλα ως μέρος του πρωινού τους, αλλά και ως συστατικό για πολλές γλυκές και αλμυρές συνταγές. Αλλά τα τελευταία χρόνια, έχουν αφενός σταματήσει να μαγειρεύουν όσο στο παρελθόν και αφετέρου έχουν στραφεί και σε άλλα ροφήματα, όπως χυμούς.
Ενώ, όμως τα παραπάνω δικαιολογούν την μείωση της κατανάλωσης, παρατηρείται παράλληλα μια αύξηση του τζίρου της αγοράς υγρού γάλακτος κατά 4,6% το 2022, φτάνοντας τα 2,37 δισ. ευρώ.
Η μέση τιμή του υγρού γάλακτος αυξήθηκε πέρυσι κατά 7,9%, κατά μέσο όρο σε 1,07 ευρώ ανά λίτρο, σε γάλατα που διανέμονταν ευρέως στη χώρα. Οι αυξήσεις αποτέλεσαν συνάρτηση της αύξησης των τιμών παραγωγού, που έχουν φτάσει σε ιστορικά ψηλά επίπεδα, ενώ αποτελούν απόρροια του υψηλού πληθωρισμού τροφίμων στη Γαλλία.
Ωστόσο, ορισμένες κατηγορίες γάλακτος παρουσίασαν αύξηση στις πωλήσεις, όπως το γάλα χωρίς λακτόζη (αύξηση 3,3%), ενώ οι πωλήσεις αρωματισμένου γάλακτος UHT παραμένουν σταθερές. Αυτό δείχνει πως οι καταναλωτές ζητούν καινοτομία, αλλά και οι επιχειρήσεις προσπαθούν να τους προσφέρουν νέες επιλογές.
Εν τω μεταξύ, ο πληθωρισμός της Γαλλίας για τα τρόφιμα έχει φτάσει σε υψηλά ρεκόρ -σε ποσοστό 15%– ενώ οι τιμές των τροφίμων ανέβηκαν ιδιαίτερα μετά τη συμφωνία των εταιρειών τροφίμων και των λιανοπωλητών να εφαρμόσουν μέσες αυξήσεις κατά 10% τον Μάρτιο, με το επιχείρημα ότι η διαδικασία παραγωγής έχει γίνει ιδιαίτερα κοστοβόρα.
Νωρίτερα φέτος, ο υπουργός Οικονομικών, Bruno La Maire προειδοποίησε τη βιομηχανία τροφίμων με επιπλέον επιβολή φορολογικών μέτρων, εάν οι τιμές των τροφίμων για τους καταναλωτές δεν χαμήλωναν.