Μελέτη για την ανταπόκριση των καταναλωτών σε τρόφιμα με «χαμηλά λιπαρά» αλλά, με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη.
Οι καταναλωτές «υπεργενικεύουν» το νόημα των ισχυρισμών διατροφής που αναγράφονται στις συσκευασίες τροφίμων και δημιουργούν ψευδή «φωτοστέφανα» υγείας, όπως προκύπτει από επιστημονική έρευνα από Πανεπιστήμια Γερμανίας, των ΗΠΑ και της Ολλανδίας που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Food Quality and Preference.
Οι ισχυρισμοί διατροφής αναφέρονται στη σύσταση του τροφίμου και στην ευεργετική του δράση στον οργανισμό του καταναλωτή, χάρη πρώτον, στην ενέργεια που παρέχει, με μειωμένο ή αυξημένο ρυθμό ή δεν παρέχει καθόλου και δεύτερον, στα θρεπτικά συστατικά που περιέχει, σε μειωμένες ή αυξημένες αναλογίες ή δεν περιέχει καθόλου. Αυτή τη στιγμή είναι σε ισχύ 30 ισχυρισμοί διατροφής που αφορούν κυρίως την ποσότητα (από καθόλου έως πολύ υψηλή) σε σάκχαρα, νάτριο, φυτικές ίνες, λιπαρά (κορεσμένα και μη), πρωτεϊνες, Ω-3 που περιέχει το εκάστοτε τρόφιμο.
Η μελέτη υποστηρίζει πως οι ισχυρισμοί οδηγούν τους καταναλωτές να θεωρούν πως ένα προϊόν είναι πιο υγιεινό από ότι είναι στην πραγματικότητα. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα προβληματικό όταν οι ισχυρισμοί δίνουν έμφαση σε χαμηλές ποσότητες ενός θρεπτικού συστατικού ενώ το προϊόν περιέχει υψηλές ποσότητες άλλων, τυπικά ανθυγιεινών, στα οποία υπάρχει μικρή ή καθόλου αναφορά.
Τα τρόφιμα με «χαμηλά λιπαρά» αλλά με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη δεν είναι ασυνήθιστα καθώς οι κατασκευαστές τροφίμων αντισταθμίζουν μερικές φορές τη μείωση του λίπους με προσθήκη ζάχαρης για να βελτιώσουν τη γεύση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ένα μείγμα κέικ με τον ισχυρισμό «97% χωρίς λιπαρά» που τιμήθηκε με το Βραβείο Bad Taste Food 2020, για την υπερβολική περιεκτικότητά του σε ζάχαρη 55% .
Η έρευνα εξέτασε πώς αντιλαμβάνονται οι καταναλωτές τα τρόφιμα με ισχυρισμούς «χαμηλών λιπαρών» όσον αφορά την περιεκτικότητα σε ζάχαρη και πώς αντιδρούν, όταν οι διατροφικές πληροφορίες από το μπροστινό μέρος της συσκευασίας (FOP) αποκαλύπτουν τις υψηλές ποσότητες ζάχαρης για αυτό το προϊόν. Τα αποτελέσματα έδειξαν μεροληπτικές προσδοκίες των καταναλωτών σχετικά με την περιεκτικότητα σε ζάχαρη για προϊόντα με ισχυρισμούς «χαμηλών λιπαρών».
Η έρευνα δείχνει ότι οι ισχυρισμοί για «χαμηλά λιπαρά» επεκτείνονται και σε ένα άσχετο θρεπτικό συστατικό, όπως η ζάχαρη. Δηλαδή οι καταναλωτές, τον ισχυρισμό «χαμηλά λιπαρά» τον αντιλαμβάνονται και ως ισχυρισμό «μειωμένη ζάχαρη» παρά το γεγονός ότι δεν ισχύει.
Η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι επαγγελματίες του μάρκετινγκ θα ήταν καλύτερα να αποφεύγουν τη χρήση παραπλανητικών ισχυρισμών διατροφής ως εργαλείου μάρκετινγκ τροφίμων για να αποφύγουν τις επιζήμιες συνέπειες για τους καταναλωτές και την επιχειρηματική τους απόδοση.
Για να διαβάσετε ολόκληρη τη μελέτη πατήστε ΕΔΩ.