Έρευνα του Wageningen έδειξε πως οι ισχυρισμοί «χωρίς γλουτένη» είναι πιθανώς παραπλανητικοί , διφορούμενοι και ασαφείς.
Πριν από λίγο καιρό, τα τρόφιμα χωρίς γλουτένη στα ράφια των παντοπωλείων ήταν δύσκολο να βρεθούν. Τώρα, πλέον υπάρχουν παντού και απευθύνονται σε όσους έχουν ευαισθησία ή κοιλιοκάκη για την οποία ο μοναδικός τρόπος διαχείρισης είναι η αποφυγή κατανάλωσης γλουτένης. Η γλουτένη βρίσκεται σε ψωμιά, κέικ, δημητριακά, ζυμαρικά και πολλά άλλα τρόφιμα. Όμως υπάρχουν πολλά δημητριακά και τρόφιμα που εγγενώς δεν περιέχουν γλουτένη και μπορούν να καταναλωθούν με ασφάλεια από άτομα με κοιλιοκάκη. Τα πρωτογενή τρόφιμα χωρίς γλουτένη περιλαμβάνουν ρύζι, καλαμπόκι, φαγόπυρο, κεχρί, βρώμη, κινόα, πατάτες, όσπρια, πολλά γαλακτοκομικά προϊόντα, κρέας, ψάρια, πουλερικά, αυγά, έλαια, φρούτα και λαχανικά τα οποία δεν έχουν γλουτένη. Σύμφωνα μάλιστα με το Innovamarketinsights τα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι η κορυφαία κατηγορία για τους ισχυρισμούς χωρίς γλουτένη (παρόλο που τα γαλακτοκομικά προϊόντα συνήθως δεν περιέχουν γλουτένη).
Γιατί λοιπόν υπάρχουν ετικέτες «χωρίς γλουτένη» και σε αυτά τα τρόφιμα; Αυτή η τακτική των εταιρειών είναι όμως παραπλανητική για τους καταναλωτές; Και ποιο είναι το κίνητρο των εταιρειών να αναγράφουν στην ετικέτα αυτήν την επισήμανση;
Μία εξήγηση μπορεί να είναι πως τα επεξεργασμένα τρόφιμα συνήθως περιέχουν γλουτένη ως μέρος των πρόσθετων (όπως γαλακτωματοποιητές, πυκνωτικά, πηκτωματοποιητές, πληρωτικά και επικαλύψεις), επομένως απαιτείται ειδική επισήμανση. Συνεπώς απροσδόκητες πηγές γλουτένης είναι, μεταξύ άλλων, το επεξεργασμένο κρέας, (πχ κοτομπουκιές με κουρκούτι), τα αλλαντικά, τα υποκατάστατα κρέατος για χορτοφάγους, τα επεξεργασμένα θαλασσινά, το βούτυρο, τα καρυκεύματα, οι μαρινάδες, τα dressings, τα γλυκά, οι καραμέλες και το παγωτό.
Προφανώς η επισήμανση «χωρίς γλουτένη» σε προϊόντα που εγγενώς δεν περιέχουν γλουτένη, έχει να κάνει με το ότι, το συστατικό δεν υπάρχει στο τρόφιμο ούτε ως αποτέλεσμα διασταυρούμενης μόλυνσης από άλλα προϊόντα που παράγει η εταιρεία, καθώς δεν υπάρχουν κανονισμοί που να ορίζουν ότι πρέπει να χρησιμοποιούνται ειδικές εγκαταστάσεις για την παραγωγή τροφίμων χωρίς γλουτένη. Όσον αφορά στα γαλακτοκομικά προϊόντα, όλα τα είδη απλού αγελαδινού γάλακτος είναι φυσικά απαλλαγμένα από γλουτένη. Ωστόσο, ορισμένα γαλακτοκομικά προϊόντα δεν είναι χωρίς γλουτένη. Μόλις προστεθούν αρώματα ή άλλα συστατικά στο γάλα, μπορεί να μην είναι πλέον χωρίς γλουτένη, για αυτό μερικές φορές υπάρχει η επισήμανση “χωρίς γλουτένη”, σε γαλακτοκομικά που δεν περιέχουν πρόσθετα και αρώματα.
Σε μερικές χώρες εάν υπάρχει κίνδυνος διασταυρούμενης μόλυνσης οι εταιρείες είναι υποχρεωμένες να αναγράφουν σχετική επισήμανση όπως: “Επεξεργασμένο σε εγκατάσταση με σιτάρι” – “Μπορεί να περιέχει σιτάρι” – “Παρασκευάζεται σε κοινό εξοπλισμό με τρόφιμα που περιέχουν σιτάρι”. Επίσης η λέξη «βύνη» σε μια ετικέτα τροφίμων μπορεί να υποδηλώνει ότι περιέχουν γλουτένη.
Την άλλη εξήγηση τη δίνει μελέτη με τίτλο «Η αντίληψη και η συμπεριφορά του καταναλωτή σχετικά με τους ισχυρισμούς χωρίς λακτόζη και γλουτένη και πιθανές νομικές επιπτώσεις» του Wageningen University ανοίγοντας θέμα νομικών επιπτώσεων για παραπλανητικούς ισχυρισμούς. Στην μελέτη αναφέρεται πως η βιομηχανία μέχρι τώρα πίστευε πως οι καταναλωτές αντιλαμβάνονται αυτά τα τρόφιμα ως πιο υγιεινά και με λιγότερες θερμίδες και λιγότερο επεξεργασμένα και πως η διατροφή χωρίς γλουτένη έχει γίνει πλέον μόδα, αν και για τους περισσότερους η γλουτένη είναι μια κανονική πρωτεΐνη η οποία αφομοιώνεται εύκολα από το γαστρεντερικό σωλήνα. Τη νέα τάση εκμεταλλεύονται στο έπακρο οι εταιρείες τροφίμων, προκειμένου να προσελκύσουν την προσοχή των καταναλωτών που θεωρούσαν (εσφαλμένα) ότι αυτή η διατροφή είναι πιο υγιεινή. Οι εταιρείες τροφίμων και οι έμποροι λιανικής έχουν χρησιμοποιήσει μια ποικιλία στρατηγικών μάρκετινγκ δίνοντας έμφαση στα προϊόντα χωρίς γλουτένη ως απάντηση στη δημοτικότητα αυτής της διατροφής.
Πλέον όμως το ενδιαφέρον των καταναλωτών, σύμφωνα με τη μελέτη, για προϊόντα χωρίς γλουτένη έχει αρχίσει να μειώνεται. Έχει ενδιαφέρον δε άλλη έρευνα, σύμφωνα με την οποία μόνο οι μισοί καταναλωτές εμπιστεύονται ότι ένα τρόφιμο με ισχυρισμό ότι δεν περιέχει γλουτένη, είναι στην πραγματικότητα χωρίς γλουτένη ενώ η «κραυγαλέα» χρήση ισχυρισμών χωρίς γλουτένη σε προϊόντα τροφίμων που δεν περιέχουν εγγενώς γλουτένη, από τους κατασκευαστές τροφίμων μείωσε την αντιληπτή αξία ενός ισχυρισμού χωρίς γλουτένη.Να σημειωθεί πως επιστήμονες που συνέκριναν τη διατροφική αξία των προϊόντων με και χωρίς γλουτένη τα τελευταία 9 έτη βρήκαν ότι τα προϊόντα χωρίς γλουτένη, τελικά, δεν είναι πιο υγιεινά.
Σύμφωνα με την έρευνα του Wageningen οι καταναλωτές έχουν αρχίσει να γυρίζουν την πλάτη σε προϊόντα χωρίς γλουτένη. Όσον αφορά στην πιθανότητα αγοράς ενός προϊόντος με ή χωρίς αυτόν τον ισχυρισμό, οι καταναλωτές είναι πολύ πιο πιθανό να αγοράσουν γιαούρτι και ζυμαρικά χωρίς την επισήμανση σε σύγκριση με το γιαούρτι και τα ζυμαρικά που φέρουν τον ισχυρισμό «χωρίς».
Το Wageningen καταλήγει στο συμπέρασμα πως «Τα αποτελέσματα από αυτή την έρευνα μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία ότι οι ισχυρισμοί χωρίς λακτόζη και γλουτένη είναι πιθανώς παραπλανητικοί, διφορούμενοι, μπερδεμένοι ασαφείς και μη κατανοητοί από τον καταναλωτή. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα νομικές επιπτώσεις. Συζητούνται πιθανές λύσεις για βελτιώσεις της νομοθεσίας που ισχύει για ισχυρισμούς χωρίς λακτόζη και γλουτένη σε ευρωπαϊκό επίπεδο”.
Η Νομοθεσία για τη γλουτένη
Αν και το ακριβές επίπεδο στο οποίο η γλουτένη είναι αβλαβής, είναι αβέβαιο και αμφιλεγόμενο, οι απαιτήσεις επισήμανσης στην Ευρώπη, καταρχήν τοποθετούν, με τον Κανονισμό 1169/2011, τη γλουτένη μεταξύ των 14 αλλεργιογόνων που πρέπει να επισημαίνονται και σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 41/2009 όλα τα τρόφιμα με την επισήμανση «χωρίς γλουτένη» πρέπει να περιέχουν λιγότερο από 20 mg/kg γλουτένης στο τελικό προϊόν. Τα τρόφιμα με την επισήμανση «πολύ χαμηλής γλουτένης» πρέπει να περιέχουν λιγότερο από 100 mg/kg γλουτένης στο τελικό προϊόν. Στην Ελλάδα ισχύει η υπουργική απόφαση του 2020, και ακολουθεί τα όρια που έχει θέσει η ΕΕ αν και πολλοί καταναλωτές με κοιλιοκάκη δεν μπορούν να ανεχτούν ούτε αυτό το ποσοστό παρουσίας γλουτένης στη διατροφή τους και αναμένουν η ποσότητα γλουτένης να είναι μηδενική εφόσον υπάρχει αυτός ο ισχυρισμός.
Τέλος και στις ΗΠΑ τα τρόφιμα που είναι εγγενώς χωρίς γλουτένη, για παράδειγμα το εμφιαλωμένο νερό πηγής, τα φρούτα και τα λαχανικά και τα αυγά μπορούν να φέρουν την ετικέτα «χωρίς γλουτένη» υπό την προϋπόθεση ότι τυχόν γλουτένη που ήρθε σε επαφή με το τρόφιμο είναι μικρότερη από 20 ppm. Το ίδιο ισχύει και στον Καναδά.