Σύγκριση των αντιλήψεων των καταναλωτών από 13 χώρες για τα φυσικά συστατικά
Οι αντιλήψεις των καταναλωτών για τον όρο «φυσικό» δεν ευθυγραμμίζονται πάντα με εκείνες της επιστήμης ή της δημόσιας πολιτικής. Στη βιομηχανία τροφίμων, ο όρος «φυσικό» έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς παρά την απουσία σαφούς ορισμού, και πολλά προϊόντα δεν υπόκεινται σε ρύθμιση από αρμόδια αρχή. Οι παρασκευαστές συχνά εμφανίζουν τον όρο «φυσικό» στις συσκευασίες των προϊόντων, ακόμη και όταν τα είδη περιέχουν τεχνητά συστατικά. Έρευνα Ετικετών Φυσικών Τροφίμων της Consumer Reports τόνισε τη σύγχυση των καταναλωτών που προκύπτει από την ασυνεπή επισήμανση, η οποία οδήγησε αρκετούς οργανισμούς να κινήσουν νομικές διαδικασίες κατά εταιρειών τροφίμων για χρήση δυνητικά παραπλανητικών ισχυρισμών. Αυτές οι υποθέσεις στόχευαν συγκεκριμένα όρους όπως «φυσικό» και «υγιεινό», ισχυριζόμενοι ότι η χρήση τους ήταν παραπλανητική.
Οι ειδικοί σε θέματα ασφάλειας τροφίμων από το Consumer Reports υποστήριξαν αυτές τις ανησυχίες, χαρακτηρίζοντας τη χρήση της λέξης «φυσικό» ως μια τακτική μάρκετινγκ που έχει σχεδιαστεί για να παραπλανήσει τους καταναλωτές. Σύμφωνα με την Consumer Reports, οι περισσότεροι καταναλωτές πιστεύουν ο όρος θα έπρεπε να υπονοεί την απουσία χημικής επεξεργασίας (85%), τεχνητών συστατικών ή χρωμάτων (84%), τοξικών φυτοφαρμάκων (84%) και γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (82%). Γενικά ο όρος «φυσικό» είναι εγγενώς αφηρημένος και συχνά συνδέεται με την υγεία, τη φρεσκάδα και την αντίληψη ότι τα προϊόντα προέρχονται από βιολογική ή τοπική προέλευση.
Στόχος νέας μελέτης ήταν να προσδιοριστεί εάν συγκεκριμένα συστατικά γίνονται αντιληπτά ως φυσικά από καταναλωτές. Επιπλέον, η μελέτη εξέτασε πώς οι αντιλήψεις για τη φυσικότητα ποικίλλουν ανάλογα με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά, όπως η ηλικία, το φύλο, το επίπεδο εκπαίδευσης και ο αριθμός των ενηλίκων ή των παιδιών στο νοικοκυριό. Για τις ανάγκες της μελέτης «στρατολογήθηκαν» 8191 καταναλωτές από 13 χώρες, και οι απόψεις τους, αξιολογήθηκαν βάσει ερωτηματολογίου. Οι συμμετέχοντες σημείωσαν κάθε συστατικό που θεώρησαν φυσικό, μεταξύ 20 συστατικών που ήταν διαθέσιμα ή εγκεκριμένα στις αντίστοιχες χώρες. Τα συστατικά ήταν: Καλαμπόκι, Αλεύρι σίτου, σόγια, Αλεύρι μπιζελιού, αλάτι, Μαύρα φασόλια, Ζάχαρη, Λάδι κανόλας, Αλεύρι σόργου, Σιρόπι καλαμποκιού, Μαλτοδεξτρίνες, Μέλασσα, Γλουτένη, Μαγειρική σόδα, Διττανθρακικό νάτριο, Ξανθανικό κόμμι, Σκόνη εντόμων, Λεκιθίνη, SAPP (Πυροφωσφορικό οξύ νατρίου) και BHA (βουτυλιωμένη υδροξυανισόλη).
Αποτελέσματα
Τρία συστατικά, το καλαμπόκι (73,10%), το αλεύρι σίτου (69,77%) και η σόγια (69,05%), θεωρήθηκαν συχνότερα ως φυσικά από τους καταναλωτές και μόνο το αλεύρι μπιζελιού (58,77%) και το αλάτι (57,22%) θεωρήθηκαν φυσικά από τους περισσότερους καταναλωτές. Η λεκιθίνη (8,69%), το όξινο πυροφωσφορικό νάτριο (SAPP· 2,04%) και η βουτυλιωμένη υδροξυανισόλη (BHA· 1,43%) θεωρήθηκαν ως φυσικά από λιγότερο από το 10% των καταναλωτών. Περισσότερο από το 50% των ερωτηθέντων σε κάθε χώρα δεν προσδιόρισε κανένα συστατικό ως φυσικό. Ωστόσο, το καλαμπόκι, το αλεύρι σίτου και η σόγια (εκτός της Ρωσίας και του Ηνωμένου Βασιλείου) θεωρήθηκαν φυσικά από το 50% ή περισσότερο των καταναλωτών στις περισσότερες χώρες.
Το BHA και το SAPP δεν θεωρήθηκαν φυσικά (λιγότερο από 5%) από τους καταναλωτές σε καμία χώρα. Όλα τα άλλα συστατικά παρουσίασαν μια σειρά διαφορών μεταξύ των χωρών. Τα μαύρα φασόλια, το έλαιο κανόλα, οι μαλτοδεξτρίνες και το αλεύρι σόργου παρουσίασαν τις μεγαλύτερες διαφορές, με τουλάχιστον μία χώρα να έχει πάνω από το 50% των καταναλωτών να συμφωνούν ότι το συστατικό ήταν φυσικό, ενώ, σε μία άλλη χώρα, λιγότερο από το 10% των ερωτηθέντων συμφώνησε ότι το συστατικό ήταν φυσικό.
Προφανώς, η έννοια του φυσικού γίνεται αντιληπτή διαφορετικά στις 13 χώρες. Παρόλο που οι λόγοι για τους οποίους οι καταναλωτές κρίνουν τη φυσικότητα δεν διερευνήθηκαν σε αυτήν τη μελέτη, οι διαφορές πιθανότατα οφείλονταν σε διαφορές στην εξοικείωση με το συστατικό, στην αντιληπτή υγιεινή του αξία ή στην χημική ονομασία του σε διάφορες χώρες. Επιπλέον, ήταν εμφανείς σαφείς διαφορές στην αντίληψη των συστατικών, όπως η μαγειρική σόδα και το όξινο ανθρακικό νάτριο, τα οποία είναι το ίδιο συστατικό με κοινές και χημικές ονομασίες. Αυτές οι διαφορές πιθανότατα οφείλονταν στην εξοικείωση, στις χώρες που χρησιμοποιούν διαφορετικά ονόματα για αυτά τα συστατικά και στην χημική ονομασία που ακούγεται λιγότερο φυσική σε ορισμένα πλαίσια. Παρατηρήθηκαν επίσης διαφορές στις αντιλήψεις των καταναλωτών για τη σκόνη εντόμων, το έλαιο κανόλα, τις μαλτοδεξτρίνες και τη μελάσα. Να σημειωθεί επίσης ότι, τα μαύρα φασόλια ταξινομούνται ως NOVA Ομάδα 1 (ελάχιστα επεξεργασμένα τρόφιμα) και το έλαιο κανόλα, το αλεύρι μπιζελιού, το αλάτι και η ζάχαρη ταξινομούνται ως NOVA Ομάδα 2 (επεξεργασμένα μαγειρικά συστατικά) θεωρήθηκαν φυσικά από περισσότερο από το 40% των καταναλωτών σε τουλάχιστον επτά χώρες.
Μεταξύ όλων των χωρών, παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές στην αντίληψη μεταξύ των ομάδων εκπαίδευσης για περίπου το 35% των συστατικών. Συγκεκριμένα, τα συστατικά έγιναν αντιληπτά συχνότερα ως φυσικά από καταναλωτές με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο στην Αυστραλία (ξανθανικό κόμμι), την Ιαπωνία (μελάσα, αλεύρι σόργου και σόγια), τη Νότια Αφρική (μαλτοδεξτρίνες και σόγια), το Ηνωμένο Βασίλειο (έλαιο κανόλας και σκόνη εντόμων), τις ΗΠΑ (σκόνη εντόμων και αλεύρι σόργου), τη Ρωσία (λεκιθίνη), τη Βραζιλία (διττανθρακικό νάτριο και ζάχαρη), την Κίνα (σιρόπι καλαμποκιού, μαλτοδεξτρίνες, αλεύρι μπιζελιού, σόγια, αλεύρι σίτου και ξανθικό κόμμι), το Περού (έλαιο κανόλας, καλαμπόκι και σόγια), την Ισπανία (γλουτένη, λεκιθίνη και αλεύρι σόργου) και την Ταϊλάνδη (μαγειρική σόδα, αλεύρι μπιζελιού, αλάτι και σόγια).
Οι ερευνητές της μελέτης καταλήγουν στο συμπέρασμα πως οι καταναλωτές δεν γνωρίζουν τι είναι φυσικό. Αυτή η μελέτη δείχνει ότι ο όρος φυσικό ερμηνεύεται σαφώς διαφορετικά όταν πρόκειται για διάφορα συστατικά τροφίμων. Έτσι, η δημιουργία ενός ενιαίου παγκοσμίως αποδεκτού ορισμού του «φυσικού» είναι δύσκολη και πιθανώς αδύνατη. Οι γνώσεις που αποκτήθηκαν από αυτήν την έρευνα παρέχουν πολύτιμα δεδομένα για τη βελτίωση των στρατηγικών μάρκετινγκ και την ενθάρρυνση καλύτερων επιλογών τροφίμων για τους καταναλωτές στον τομέα των φυσικών προϊόντων.