«Είμαστε ό τι τρώμε», όπως λέει και αυτή η κλασσική έκφραση, η οποία συνιστά πως για να ζούμε καλά, δεν αρκεί να τρώμε μόνο με βάσει τον ουρανίσκο μας, αλλά πρέπει να λαμβάνουμε στα σοβαρά υπόψιν μας και την υγεία μας.
Ένας παράγοντας που πολλοί από εμάς γνωρίζουν στη θεωρία, αλλά αγνοούν στην πράξη, είναι το αλάτι και το πόσο από αυτό είναι καλό ή βλαπτικό για εμάς. Η Action on Salt, μια οργάνωση με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, έχει πάρει ιδιαίτερα στα σοβαρά αυτό το ζήτημα. Η εκπρόσωπος εκστρατειών τους, Sonia Pombo, μιλώντας στο FooddrinkEurope, μοιράζεται μερικές πληροφορίες για το αλάτι, τις οποίες καλό θα ήταν να γνωρίζουμε όλοι.
Το αλάτι είναι η μεγαλύτερη πηγή νατρίου στη διατροφή μας. Το νάτριο συνδέεται και με την αυξημένη αρτηριακή πίεση.Το αλάτι χρησιμοποιείται, συνήθως, ως συστατικό σε τρόφιμα και ως ενισχυτικό γεύσης, αλλά έχει άλλες ιδιότητες στα τρόφιμα, οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν στην αύξηση της διάρκειας ζωής και στην αναστολή της ανάπτυξης ορισμένων μικροοργανισμών, επιτρέποντας στα τρόφιμα να είναι πιο ασφαλή για κατανάλωση. Κάποτε ήταν ένα ζωτικής σημασίας αγαθό για να διατηρηθούν τα τρόφιμα, πλέον, όμως, με τις κατάλληλες μορφές ψύξης στη διάθεσή μας, δεν υπάρχει πλέον μεγάλη απαίτηση για αλάτι σε αυτό το κομμάτι. Παραμένει, φυσικά, μια συνήθης προσθήκη στα τρόφιμα μας, τόσο στο σπίτι όσο και από τη βιομηχανία τροφίμων.
Tο σώμα μας χρειάζεται λίγο αλάτι για να επιβιώσει. Είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της σωστής ισορροπίας νερού και μετάλλων στο σώμα και απαραίτητο για τη λειτουργία των νεύρων και των μυών. Αλλά η ποσότητα που τρώμε στην πραγματικότητα είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που απαιτεί το σώμα μας. H προτεινομένη ποσότητα για ενήλικες που ορίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για είναι 5-6 γραμμάρια την ημέρα, δηλαδή περίπου ένα κουταλάκι του γλυκού. Αλλά, οι περισσότεροι από εμάς τρώμε πολύ περισσότερα από αυτό. Η τρέχουσα μέση πρόσληψη αλατιού στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι 8,4 gr ημερησίως, που είναι περίπου 40% περισσότερο από τις μέγιστες συστάσεις και κάτι παρόμοιο παρατηρείται και στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Πολλοί άνθρωποι δυστυχώς δεν συνειδητοποιούν ότι τρώνε πολύ αλάτι, αφού η πλειονότητα (75%) του αλατιού στη διατροφή μας βρίσκεται ήδη στα τρόφιμα που αγοράζουμε. Τα καθημερινά τρόφιμα όπως οι σάλτσες, το τυρί και τα προϊόντα κρέατος, ακόμη και τα τρόφιμα που δεν έχουν ιδιαίτερα αλμυρή γεύση όπως το ψωμί, έχουν αλάτι. Τα τρόφιμα δεν χρειάζεται να έχουν αλμυρή γεύση για να είναι αλατισμένα και αυτό δυσχεραίνει τη διαδικασία μείωσής του.
Στοιχεία δείχνουν, ότι η τακτική κατανάλωση πολύ αλατιού μας θέτει σε αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη καρκίνου του στομάχου, νεφρικής νόσου και οστεοπόρωσης και ακόμα περισσότερο για ανάπτυξη αυξημένης αρτηριακής πίεσης που αποτελεί την κύρια αιτία των εγκεφαλικών επεισοδίων, καρδιακών προσβολών και καρδιακών ανεπαρκειών. Φυσικά, η πρόληψη είναι εφικτή. Οι ειδικοί στον τομέα της υγείας συνιστούν, ότι εάν ο μέσος άνθρωπος κατανάλωνε 5 γραμμάρια αλατιού την ημέρα, αυτό θα μπορούσε να αποτρέψει περίπου τέσσερα εκατομμύρια θανάτους ετησίως σε όλο τον κόσμο.
Η αναμόρφωση των τροφίμων, κυρίως των επεξεργασμένων είναι ένα ζωτικό συστατικό σε οποιαδήποτε στρατηγική μείωσης του αλατιού. Το 75% της διατροφής του Ηνωμένου Βασιλείου προέρχεται από αλάτι που προστίθεται από τη βιομηχανία τροφίμων σε επεξεργασμένα τρόφιμα σούπερ μάρκετ ή τρόφιμα που καταναλώνονται έξω από το σπίτι. Πολλοί άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν ότι τρώνε πολύ αλάτι και αγνοούν την επίδραση που έχει αυτό στην υγεία.
Τα κυβερνητικά προγράμματα θα ήταν ένας αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης των υπερβολικών προσλήψεων αλατιού. Η διατροφική σύνθεση των τροφίμων μπορεί σταδιακά να βελτιωθεί και να ωφελήσει ολόκληρο τον πληθυσμό, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ζουν σε χειρότερες οικονομικές συνθήκες και που έχουν διπλάσιες πιθανότητες να πάσχουν από μη μεταδοτικές ασθένειες.