Είναι επιτακτική η ανάγκη για μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση και καλύτερη υποστήριξη των ανθρώπων που ζουν με τροφικές αλλεργίες.
Οι τροφικές αλλεργίες δεν επηρεάζουν μόνο τη σωματική υγεία, αλλά συχνά προκαλούν σημαντική ψυχολογική επιβάρυνση στους πάσχοντες και τους φροντιστές τους. Σύμφωνα με μια νέα μελέτη, η πλειονότητα των ατόμων με τροφική αλλεργία, καθώς και των γονέων ή φροντιστών παιδιών που πάσχουν από αυτές, αναφέρουν ότι η κατάστασή τους προκαλεί άγχος, φόβο και συναισθηματική δυσφορία.
Παρά την έντονη αυτή ψυχολογική πίεση, λίγοι από αυτούς έχουν λάβει επαγγελματική υποστήριξη για να διαχειριστούν το άγχος τους. Η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Allergy, υπογραμμίζει την ανάγκη για πιο οργανωμένη ψυχολογική βοήθεια, καθώς ο φόβος για σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις, όπως η αναφυλαξία, αποτελεί καθημερινή πηγή ανησυχίας.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η πλειονότητα αυτών των ατόμων βιώνει έντονη ψυχολογική δυσφορία, με κύρια πηγή άγχους τον κίνδυνο της αναφυλαξίας, μιας σοβαρής αλλεργικής αντίδρασης που μπορεί να προκληθεί ακόμα και από την κατανάλωση πολύ μικρών ποσοτήτων του αλλεργιογόνου τροφίμου.
Η διαδικτυακή έρευνα που διεξήχθη σε πάνω από 1.300 ενήλικες με τροφική αλλεργία και 1.900 φροντιστές παιδιών από περισσότερες από 20 χώρες έδειξε ότι το 68% των ενηλίκων και το 78% των φροντιστών παιδιών έχουν άμεση εμπειρία ψυχολογικής δυσφορίας. Αυτή η δυσφορία εκφράζεται με άγχος, θλίψη και αίσθημα απομόνωσης λόγω της κατάστασης, καθώς και φόβο για τις καθημερινές συνέπειες της αλλεργίας.
Πέρα από τον φόβο για την αναφυλαξία, πάνω από το 54% των ατόμων με τροφική αλλεργία ανέφεραν ότι αισθάνονται θλίψη για το πώς η πάθηση επηρεάζει τη ζωή τους. Οι γονείς παιδιών με τροφική αλλεργία εξέφρασαν επίσης σημαντικές ανησυχίες, με το 35% να φοβάται ότι το παιδί τους θα μπορούσε να πέσει θύμα εκφοβισμού εξαιτίας της πάθησής του.
Επιπλέον, πάνω από το 71% των φροντιστών ανέφεραν δυσκολία να εμπιστευτούν άλλους στη φροντίδα των παιδιών τους, ενώ το 59,7% δήλωσε ότι οι άλλοι δεν κατανοούν πλήρως τη σοβαρότητα της τροφικής αλλεργίας, ακόμη και μετά από προσπάθειες να τους εξηγήσουν το ζήτημα.
Ωστόσο, μόνο 1 στους 5 έχει λάβει ποτέ αξιολόγηση ή υποστήριξη για το άγχος που σχετίζεται με την αλλεργία. Το κύριο εμπόδιο για την αναζήτηση ψυχολογικής βοήθειας ήταν το υψηλό κόστος, το οποίο αποθαρρύνει τους περισσότερους από το να ζητήσουν βοήθεια.
Η Rebecca Knibb, καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Aston, τόνισε την ανάγκη για δωρεάν και προσιτή ψυχολογική υποστήριξη για τους ασθενείς και τους φροντιστές τους, υπογραμμίζοντας ότι αυτή η ανάγκη είναι εμφανής σε όλες τις χώρες που συμμετείχαν στη μελέτη.
Η μελέτη δείχνει την ανάγκη για μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση και καλύτερη υποστήριξη των ανθρώπων που ζουν με τροφικές αλλεργίες, τόσο σε επίπεδο ψυχολογικής βοήθειας όσο και στην κατανόηση των κινδύνων που συνεπάγεται αυτή η κατάσταση από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.