Νέα μελέτη αποκαλύπτει τη σύνδεση μεταξύ ύπνου και γλυκαιμικής μεταβλητότητας.
Η ανεπαρκής διάρκεια του ύπνου και η καθυστερημένη έναρξή του συνδέονται με μεγαλύτερες διακυμάνσεις στα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει τη μεταβολική υγεία και να αυξήσει τον κίνδυνο διαβήτη.
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα έρευνας του Westlake Laboratory of Life Sciences and Biomedicine στην Κίνα, η οποία εξέτασε μακροχρόνια δεδομένα ύπνου και γλυκαιμικής μεταβλητότητας μέσω συνεχούς παρακολούθησης της γλυκόζης (CGM).

Η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open, ανέλυσε στοιχεία από 1.156 άτομα ηλικίας 46 έως 83 ετών στο πλαίσιο της Guangzhou Nutrition and Health Study.
Οι συμμετέχοντες κατέγραψαν τις συνήθειες ύπνου τους και φόρεσαν συσκευές CGM για 14 συνεχόμενες ημέρες, προκειμένου να καταγραφούν σε πραγματικό χρόνο οι διακυμάνσεις του σακχάρου στο αίμα.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η ανεπαρκής διάρκεια ύπνου επηρεάζει αρνητικά τη ρύθμιση της γλυκόζης. Όσοι κοιμούνταν λιγότερο από 5 ώρες τη νύχτα παρουσίασαν σημαντικά μεγαλύτερη γλυκαιμική μεταβλητότητα, με αύξηση 2,87% στις διακυμάνσεις της γλυκόζης και 0,06 mmol/L στις ημερήσιες αυξομειώσεις του σακχάρου (MODD) σε σύγκριση με όσους κοιμούνταν επαρκώς.
Παρόμοια επίδραση είχε και η καθυστερημένη έναρξη του ύπνου. Τα άτομα που κοιμούνταν συστηματικά αργά εμφάνισαν 1,18% αύξηση στη γλυκαιμική μεταβλητότητα και 0,02 mmol/L υψηλότερες ημερήσιες διακυμάνσεις.
Η πιο έντονη επίδραση παρατηρήθηκε σε όσους συνδύαζαν ανεπαρκή διάρκεια ύπνου και αργοπορημένη κατάκλιση, υποδηλώνοντας ότι οι δύο αυτοί παράγοντες μαζί επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τη μεταβολική λειτουργία.
Η σταθερότητα του σακχάρου στο αίμα είναι κρίσιμη για την πρόληψη και τη διαχείριση του διαβήτη, καθώς οι μεγάλες διακυμάνσεις μπορούν να οδηγήσουν σε αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών.