Πως να επιλέξετε το κατάλληλο άλειμμα για το πρωινό σας.
Βούτυρο ή μαργαρίνη; Ένα δίλημμα που απασχολεί πολλούς καταναλωτές, καθώς η αγορά προσφέρει μια πληθώρα επιλογών. Σύμφωνα με τη διαιτολόγο Melissa Meier, η επιλογή δεν είναι τόσο περίπλοκη όσο φαίνεται, αρκεί να γνωρίζουμε μερικές βασικές αρχές για τα χαρακτηριστικά, τα θρεπτικά συστατικά και τις επιπτώσεις στην υγεία.
Το βούτυρο, παρασκευασμένο από κρέμα γάλακτος και συχνά με την προσθήκη αλατιού, περιέχει περίπου 50% κορεσμένα λιπαρά. Παρότι οι απόψεις για την επίδραση των κορεσμένων λιπαρών έχουν κατά καιρούς διχάσει την επιστημονική κοινότητα, οι έρευνες δείχνουν ότι αυξάνουν τα επίπεδα της χοληστερόλης, επηρεάζοντας τόσο την «κακή» LDL όσο και την «καλή» HDL χοληστερόλη.
Το αν αυτό αποτελεί πρόβλημα εξαρτάται από τη συνολική διατροφή. Για παράδειγμα, ένα κομμάτι βούτυρο στο πρωινό τοστ δεν είναι επιβλαβές όταν ακολουθείται μια ισορροπημένη διατροφή, φτωχή σε επεξεργασμένα σνακ και τηγανητά. Σε κάθε περίπτωση, συνιστάται η επιλογή ανάλατου βουτύρου, ώστε να αποφεύγεται η υπερβολική πρόσληψη νατρίου.
Από την άλλη πλευρά, η μαργαρίνη παρασκευάζεται από φυτικά έλαια, όπως το ηλιέλαιο, το κραμβέλαιο ή το ελαιόλαδο, και περιέχει περισσότερα μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά, τα οποία προστατεύουν την καρδιά αυξάνοντας την καλή HDL χοληστερόλη. Στο παρελθόν, η μαργαρίνη είχε συνδεθεί με τα τρανς λιπαρά, τα οποία αυξάνουν την κακή χοληστερόλη και μειώνουν την καλή, όμως οι σύγχρονες διαδικασίες παραγωγής έχουν εξαλείψει σχεδόν ολοκληρωτικά αυτά τα επιβλαβή λιπαρά.
Παρόλα αυτά, τα αλείμματα που περιέχουν φυτικά έλαια δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την ευεργετική δράση του εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου ή των ωμέγα-3 λιπαρών οξέων που βρίσκονται στα ψάρια. Γι’ αυτό, η μαργαρίνη δεν πρέπει να αποτελεί τη μοναδική πηγή λιπαρών, αλλά να καταναλώνεται συμπληρωματικά.
Μια ενδιάμεση επιλογή είναι τα μείγματα βουτύρου, γνωστά και ως «απλώσιμο βούτυρο», τα οποία συνδυάζουν βούτυρο με φυτικά έλαια. Αυτά τα προϊόντα περιέχουν λιγότερα κορεσμένα λιπαρά από το καθαρό βούτυρο και απλώνονται ευκολότερα, ενώ διατηρούν σε μεγάλο βαθμό τη χαρακτηριστική γεύση του βουτύρου.
Υπάρχουν επίσης αλείμματα εμπλουτισμένα με φυτικές στερόλες, τα οποία δεσμεύουν τη χοληστερόλη που καταναλώνουμε, μειώνοντας τα επίπεδά της στο αίμα. Για να υπάρξει αισθητή επίδραση, όμως, απαιτείται η καθημερινή κατανάλωση περίπου δύο κουταλιών της σούπας. Ωστόσο, αυτά τα προϊόντα πρέπει να αντικαθιστούν άλλα λιπαρά στη διατροφή, και όχι να προστίθενται ως επιπλέον πηγή θερμίδων.
Το βούτυρο, πέρα από τη διατροφική του αξία, κρύβει και μια ενδιαφέρουσα διατροφική ιστορία. Στη Νέα Ζηλανδία, για παράδειγμα, το βούτυρο αλλάζει εμφάνιση και γεύση ανάλογα με την εποχή. Το πλούσιο, φρέσκο γρασίδι της άνοιξης, πλούσιο σε β-καροτένιο, προσδίδει στο βούτυρο πιο έντονο κίτρινο χρώμα και πλουσιότερη γεύση.
Η παραγωγή βουτύρου είναι μια διαδικασία απλή αλλά απαιτητική, καθώς από 10 λίτρα γάλακτος παράγεται 1 λίτρο κρέμας γάλακτος, το οποίο στη συνέχεια χτυπιέται μέχρι να διαχωριστεί το βουτυρόγαλα από το λίπος. Το τελικό προϊόν ζυμώνεται, σταθεροποιείται και συσκευάζεται, έτοιμο να φτάσει στο τραπέζι μας.
Ποια είναι η καλύτερη επιλογή τελικά; Το βούτυρο προσφέρει αυθεντική γεύση και πλούσια υφή, ιδανική για μαγειρική και γλυκά. Η μαργαρίνη και τα φυτικά αλείμματα παρέχουν περισσότερα ωφέλιμα λιπαρά, ωφελώντας την καρδιαγγειακή υγεία. Τα μείγματα βουτύρου συνδυάζουν τα πλεονεκτήματα και των δύο. Η επιλογή εξαρτάται από τις προσωπικές προτιμήσεις, τις διατροφικές ανάγκες και, φυσικά, το μέτρο.
https://www.healthyfood.com/healthy-shopping/butter-vs-spread