Ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) μπορεί να μην αυξάνει τη θνησιμότητα στους υπέρβαρους, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό ανοικτής πρόσβασης «PLOS ONE».
Ο αριθμός των υπέρβαρων και παχύσαρκων ανθρώπων έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία 25 χρόνια και είναι γνωστό ότι ο αυξημένος ΔΜΣ μπορεί να συμβάλει σε διάφορες καρδιομεταβολικές παθήσεις. Ωστόσο, οι μελέτες που έχουν αναλύσει τη συσχέτιση μεταξύ ΔΜΣ και συνολικής θνησιμότητας ήταν αντιφατικές. Οι περισσότερες αμερικανικές μελέτες χρησιμοποίησαν δεδομένα από τις δεκαετίες 1960 έως 1990.
Στη νέα έρευνα, οι επιστήμονες μελέτησαν αναδρομικά δεδομένα από 554.332 ενήλικες των ΗΠΑ, τα οποία άντλησαν από την Εθνική Έρευνα Συνέντευξης Υγείας της περιόδου 1999-2018 και τον Εθνικό Δείκτη Θανάτου των ΗΠΑ του 2019. Ο ΔΜΣ υπολογίστηκε με βάση το ύψος και το βάρος που δήλωσαν οι συμμετέχοντες. Διαθέσιμες ήταν επίσης πληροφορίες σχετικά με δημογραφικά στοιχεία, κοινωνικούς και συμπεριφορικούς παράγοντες, συννοσηρότητες και πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη. Κατά μέσο όρο οι συμμετέχοντες ήταν 46 ετών, κατά το ήμισυ γυναίκες και το 69% λευκοί μη ισπανόφωνοι. Το 35% είχαν ΔΜΣ μεταξύ 25 και 30 που συνήθως ορίζεται ως υπέρβαρος και το 27,2% είχαν ΔΜΣ ίσο ή άνω του 30, που ορίζεται ως παχύσαρκος.
Κατά τη διάρκεια μιας μέσης παρακολούθησης εννιά ετών και μέγιστης παρακολούθησης 20 ετών οι ερευνητές εντόπισαν 75.807 θανάτους. Ο κίνδυνος θνησιμότητας από όλα τα αίτια ήταν παρόμοιος σε ένα ευρύ φάσμα κατηγοριών ΔΜΣ. Για τους ηλικιωμένους ενήλικες με ΔΜΣ μεταξύ 22,5 και 34,9 δεν υπήρξε σημαντική αύξηση της θνησιμότητας. Για τους νεότερους ενήλικες δεν υπήρξε σημαντική αύξηση της θνησιμότητας σε όσους είχαν ΔΜΣ μεταξύ 22,5 και 27,4.
Συνολικά για τους παχύσαρκους ενήλικες, δηλαδή με ΔΜΣ 30 και άνω, υπήρξε 21% ως 108% αυξημένος κίνδυνος θνησιμότητας που αποδίδεται στο βάρος τους. Τα μοτίβα που παρατηρήθηκαν παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό τα ίδια σε άνδρες και γυναίκες και σε όλες τις φυλές και εθνικότητες.
Οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο ΔΜΣ στην περιοχή του υπέρβαρου δεν συνδέεται γενικά με αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας από όλες τις αιτίες. «Η μελέτη υπογραμμίζει τις αυξανόμενες επιφυλάξεις σχετικά με τη χρήση μόνο του ΔΜΣ για τη λήψη κλινικών αποφάσεων. Δεν υπάρχει σαφής αύξηση της συνολικής θνησιμότητας σε ένα εύρος παραδοσιακά φυσιολογικών και υπέρβαρων ΔΜΣ. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι η νοσηρότητα είναι παρόμοια σε αυτές τις περιοχές ΔΜΣ. Μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να αξιολογήσουν τη συχνότητα εμφάνισης καρδιομεταβολικών νοσηροτήτων», σημειώνουν οι ερευνητές.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://journals.plos.org/plosone/article?id=10.1371/journal.pone.0287218