Η απάτη που “ξεσκέπασαν” οι ιταλικές αρχές.
Σε έρευνα της Εισαγγελίας του Μιλάνου σχετικά με την προμήθεια λαδιού στα κυλικεία της αστυνομίας και του στρατού της Λομβαρδίας από την εταιρεία Ladisa, το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο είχε δύο ετικέτες: Μία κρυμμένη στα γερμανικά και μία επικαλυμμένη στα ιταλικά.
Στις ίδιες φιάλες που είχαν μια ετικέτα στα γερμανικά με τη λέξη «Penny» προσαρτημένη, μια άλλη ετικέτα με την επωνυμία «Sapio» είχε τοποθετηθεί, για να υποδηλώσει ένα εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο προερχόμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή ένα 100% βιολογικό ιταλικό ελαιόλαδο ψυχρής έκθλιψης.
Το προϊόν, ωστόσο, ήταν εντελώς διαφορετικό, όπως και οι ημερομηνίες λήξης στις δύο ετικέτες. Για το λόγο αυτό, οι δικαστές της Εισαγγελίας του Μιλάνου ξεκίνησαν έρευνα για απάτη σε βάρος δημόσιων προμηθειών και πλαστογραφία στην οποία εμπλέκονται – με διάφορες ιδιότητες – πέντε διευθυντές της Ladisa και δύο της srl Compagnia Olearia italiana, παραγωγού της μάρκας «Sapio».
Οι έρευνες που ζητήθηκαν από την εισαγγελέα Grazia Colacicco, αφορούν ειδικότερα τον Sebastiano Ladisa, διαχειριστή και εταίρο της ομώνυμης εταιρείας, τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου Antonio Buccoliero, τον υπεύθυνο για την υλοποίηση της σύμβασης για την προμήθεια υπηρεσιών κυλικείου στις δομές της κρατικής αστυνομίας στις βορειοδυτικές περιοχές Leonardo De Giosa, τον υπεύθυνο περιοχής για τη Λομβαρδία Corrado Imparato και τον εντεταλμένο σύμβουλο Emanuele Mastropasqua.
Σύμφωνα με το συμβόλαιο, η Ladisa έπρεπε να προμηθεύει την ιταλική αστυνομία με έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, συμπεριλαμβανομένης της προέλευσης από την ΕΕ, από βιολογική καλλιέργεια «τουλάχιστον κατά 60%» και λάδι «που προέρχεται αποκλειστικά από ιταλικές ελιές οποιασδήποτε ποικιλίας» κατά 40% τουλάχιστον από βιολογική καλλιέργεια για τις ένοπλες δυνάμεις.
Οι έρευνες οδήγησαν, στις αρχές Δεκεμβρίου, σε έρευνες και κατασχέσεις στις δύο εταιρείες, και αποκάλυψη ενός «δόλιου μηχανισμύ», όπως αναφέρεται στο διάταγμα έρευνας και κατάσχεσης, βάσει του οποίου, με εντελώς συνειδητό και προκαθορισμένο τρόπο, παρά τις ακριβείς ενδείξεις σχετικά με το είδος της προμήθειας για τα κυλικεία της κρατικής αστυνομίας και των ενόπλων δυνάμεων που ορίζονται στη σύμβαση, παραδίδεται λάδι εντελώς διαφορετικής ποιότητας, με προφανή στόχο την επίτευξη εξοικονόμησης κόστους».
Ως εκ τούτου, η Εισαγγελία είναι πεπεισμένη ότι «θα είχε τοποθετηθεί μια δεύτερη ετικέτα στις φιάλες του λαδιού που είχαν ήδη παραδοθεί», η οποία, αφενός, ανέφερε την πραγματική προέλευση του λαδιού, αποτέλεσμα μείγματος ελαίων και όχι βιολογικό λάδι».
Από την άλλη, η εισαγγελία πιστεύει πως η δεύτερη ετικέτα θα ανέφερε «μια διαφορετική ημερομηνία λήξης, η οποία ήταν επίσης μεταγενέστερη από την αρχική».
Οι ανακριτές κατέσχεσαν επίσης κινητά τηλέφωνα και άλλες συσκευές για να ανακτήσουν «συνομιλίες και μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ των υπόπτων και τρίτων, με ιδιαίτερη αναφορά σε τυχόν συμφωνίες μεταξύ της εταιρείας Ladisa srl και της εταιρείας Compagnia Olearia Italiana srl, σχετικά με τη διαχείριση του ελαιολάδου μάρκας Sapio, το οποίο βρέθηκε να μην συμμορφώνεται».