Σύμφωνα με νέα μελέτη, τα βασικά χαρακτηριστικά της μικροβιακής κοινότητας του εντέρου και της αντίστασης, που σχετίζονται με την αντοχή στο E.coli, έχουν επίσης σχέση με τις αλλαγές στη θερμοκρασία και την υγρασία στα υπόστεγα που βρίσκονται τα κοτόπουλα.
Μια νέα μελέτη προτείνει ότι η χρήση μεγάλων δεδομένων και μηχανικής μάθησης στην επιτήρηση της μικροβιακής αντοχής (AMR) σε μεθόδους κτηνοτροφικής παραγωγής θα μπορούσε να βοηθήσει στην ενημέρωση των παρεμβάσεων και να προσφέρει προστασία από την μικροβιακή αντοχή.
Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, η μικροβιακή αντοχή, είναι η αντοχή που αναπτύσσουν οι μικροοργανισμοί στις αντιμικροβιακές ουσίες, με αποτέλεσμα να είναι λιγότερο ή και καθόλου ευαίσθητοι σε αυτές.
Τα ανθεκτικά μικρόβια που δημιουργούνται δεν καταστρέφονται από τα αντιβιοτικά, με αποτέλεσμα να επιβιώνουν να πολλαπλασιάζονται ελεύθερα και να μεταφέρουν την αντοχή στις επόμενες γενιές μικροβίων, με αποτέλεσμα να επικρατούν και να αναπτύσσονται στις χλωρίδες ανθρώπων και ζώων. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, η μικροβιακή αντοχή πρόκειται να αποτελέσει ένα από τα μείζονα ζητήματα στην παγκόσμια υγεία τα επόμενα έτη, ανήκοντας μάλιστα στις 10 κορυφαίες απειλές.
Για περισσότερα από δυόμισι χρόνια, ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Nottingham ανέλυαν μικροβιώματα από κοτόπουλα, ζώα σφαγής και διάφορα περιβάλλοντα στην παραγωγή ζώων. Η ερευνητική ομάδα, συμπεριλαμβανομένων και άλλων μεθόδων, χρησιμοποίησε μια προσέγγιση εξόρυξης δεδομένων βασισμένη στη μηχανική μάθηση σε δέκα μεγάλης κλίμακας φάρμες κοτόπουλου και τέσσερα συνδεδεμένα σφαγεία από τρεις επαρχίες της Κίνας – έναν από τους μεγαλύτερους καταναλωτές αντιμικροβιακών ουσιών.
Σύμφωνα με τη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Nature Food και τα αποτελέσματά της παρατίθενται και στο New Food Magazine, εντοπίστηκαν πολλά ανθεκτικά στα αντιμικροβιακά γονίδια (ARGs) που μοιράζονταν μεταξύ των κοτόπουλων και των εκτροφείων στα οποία ζούσαν και τα οποία είναι δυνητικά εξαιρετικά μεταδοτικά.
Τα ευρήματα δείχνουν επίσης ότι ένα βασικό υποσύνολο του μικροβιώματος του εντέρου του κοτόπουλου, που διαθέτει κλινικά σχετικά βακτήρια και γονίδια ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά, συσχετίζεται με τα προφίλ AMR του E.coli , που αποικίζει το έντερο.
Συγκεκριμένα, αυτός ο πυρήνας, ο οποίος περιέχει κλινικά υψηλά μεταδοτικά ARG που μοιράζονται τα κοτόπουλα, αλλά και το περιβάλλον, επηρεάζεται από τη θερμοκρασία και την υγρασία του περιβάλλοντος και συσχετίζεται με τη χρήση αντιμικροβιακών.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι σε πολλές χώρες, τα κοτόπουλα στεγάζονται σε υπόστεγα που δεν διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου του κλίματος και ως εκ τούτου παρουσιάζουν σημαντικές διακυμάνσεις θερμοκρασίας και υγρασίας.
Σημαντικό μέρος των αποτελεσμάτων αποτελεί το ότι τα βασικά χαρακτηριστικά της μικροβιακής κοινότητας του εντέρου και της αντίστασης, που βρέθηκε να συσχετίζονται με την αντοχή στο E.coli, έχουν επίσης σχέση με τις αλλαγές στη θερμοκρασία και την υγρασία στα υπόστεγα που βρίσκονται τα κοτόπουλα.
Με αυτά τα ευρήματα, ανοίγει μια πόρτα για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της μικροβιακής αντοχής, μέσω της ανάπτυξης ευκαιριών παρακολούθησής της. “Είμαστε έτοιμοι να επενδύσουμε σε νέες προσεγγίσεις ολοκληρωμένης επιτήρησης AMR με τεχνητή νοημοσύνη για τον εντοπισμό των οδηγών και των μηχανισμών που κρύβονται πίσω από την εξέγερση και την εξάπλωση του AMR, καθώς και νέων γενετικών παραλλαγών ανθεκτικών παθογόνων σε ζώα, περιβάλλον, ανθρώπους και τρόφιμα. Αυτό θα είναι πρωτοποριακό”, δήλωσε η επικεφαλής της μελέτης, Tania Dottorini.