Μετά την απόφαση της Ινδίας, μία από τις κορυφαίες χώρες εξαγωγής ρυζιού, να απαγορεύσει τις εξαγωγές.
Η απαγόρευση εξαγωγών ρυζιού από την Ινδία, έχει προκαλέσει πανικό στην αγορά των ΗΠΑ και του Καναδά, όπου καταναλωτές σπεύδουν να αγοράσουν μεγάλες ποσότητες υπό το φόβο αύξηση της τιμής του.
Η κυβέρνηση της Ινδίας, απαγόρευσε τις εξαγωγές για να σταματήσει το ράλι ανόδου στην τιμή του ρυζιού και να διασφαλίσει επάρκεια του προϊόντος για τους εγχώριους καταναλωτές. Ενώ η απαγόρευση δεν ισχύει για το ρύζι μπασμάτι υψηλότερης ποιότητας –την πιο γνωστή ποικιλία της Ινδίας– το λευκό ρύζι non-basmati αντιπροσωπεύει περίπου το 25% των εξαγωγών. Η άμεση απαγόρευση, που επιβλήθηκε μετά τις έντονες βροχοπτώσεις που έπληξαν τις εγχώριες καλλιέργειες, ακολουθεί την αποτυχία του δασμού 20% στις διεθνείς εξαγωγές που επιβλήθηκε τον Σεπτέμβριο για τον περιορισμό της εξωτερικής ζήτησης, η οποία εκτινάχθηκε στα ύψη μετά τις ακραίες κλιματικές συνθήκες που έπληξαν την παραγωγή σε διάφορες χώρες.
Οι καταναλωτές σε ΗΠΑ και Καναδά και κυρίως οι Ινδοί που ζουν εκεί, έτρεξαν να αδειάσουν τα ράφια των σούπερ μάρκετ, προβλέποντας δυσοίωνο μέλλον στην παγκόσμια αγορά ρυζιού και τρομακτικές αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων. Κατά συνέπεια τα ράφια άδειασαν από τους διάφορους τύπους ρυζιού εκτός από το μπασμάτι.
Οι διεθνείς πωλήσεις ινδικού ρυζιού αυξήθηκαν κατά 35% το έτος έως τον Ιούνιο, συμβάλλοντας σε άνοδο 3% στις εγχώριες τιμές μόνο τον περασμένο μήνα. Οι χώρες που επηρεάζονται θα αναγκαστούν να στραφούν σε εναλλακτικούς προμηθευτές στην περιοχή, όπως η Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ, εκτιμούν οικονομολόγοι γεγονός που θα τροποποιήσει την αλυσίδα εφοδιασμού και θα προκαλέσει έντονες διακυμάνσεις στις τιμές.
Την ίδια ώρα, η εταιρεία γεωργικών αναλύσεων Gro Intelligence σε πρόσφατη έκθεση που δημοσιεύθηκε πριν ανακοινωθεί επισήμως η απαγόρευση προέβλεψε ότι ο περιορισμός της προσφοράς είναι πολύ πιθανό να επιδεινώσει την επισιτιστική ανασφάλεια για χώρες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το ρύζι.
«Οι κορυφαίοι εισαγωγείς ινδικού ρυζιού είναι το Μπαγκλαντές, η Κίνα, το Μπενίν και το Νεπάλ, ενώ αρκετές ακόμη χώρες της Αφρικής εισάγουν επίσης μεγάλες ποσότητες», έγραψαν οι αναλυτές της Gro Intelligence.