Του Γιάννη Ζαμπετάκη*
Πόσο προστατευμένος είναι σήμερα ο πολίτης από διάφορους διατροφικούς κινδύνους; Είναι η σχετική νομοθεσία ικανή να οδηγήσει στην απαιτούμενη συμμόρφωση των εμπλεκομένων φορέων;
Αυτά τα δύο ερωτήματα προσπαθήσαμε να απαντήσουμε με το βιβλίο μας «Νομοθεσία Τροφίμων και Διατροφικοί Κίνδυνοι» (εκδόσεις Σταμούλη, 2011). Ο στόχος του βιβλίου μας ήταν και είναι, να εξετάσει το θέμα των τοξικών ενώσεων στη διατροφική αλυσίδα και του διατροφικού κινδύνου (food safety hazard) από όλες τις δυνατές πλευρές και να αναδείξει τα υφιστάμενα νομικά κενά, καταθέτοντας παράλληλα σχετικές προτάσεις.
Σήμερα, 12 χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου αυτού, το βιβλίο μας παραμένει επίκαιρο μιας και τα νομικά κενά που περιγράψαμε το 2011 παραμένουν και σήμερα!
Τον περασμένο Ιούλη, διαβάσαμε στο cibum ότι «Ο ΠΟΥ συλλέγει στοιχεία για τον κίνδυνο από βαρέα μέταλλα στα τρόφιμα» όπου μάθαμε ότι ο ΠΟΥ ενδιαφέρεται να συλλέξει δεδομένα σχετικά με την επιβάρυνση που προκαλούν οι τροφιμογενείς ασθένειες που οφείλονται στην παρουσία βαρέων μετάλλων.
Το Τμήμα Διατροφής και Ασφάλειας Τροφίμων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) έχει ξεκινήσει μια διαδικασία συλλογής και αξιολόγησης στοιχείων για την εκτίμηση της παγκόσμιας επιβάρυνσης που πρόκειται να προκαλέσουν οι τροφιμογενείς παγκοσμίως ως το έτος 2025.
Σημειώστε το έτος! 2025! Ρυθμοί χελώνας για ένα τόσο σημαντικό θέμα.
Τα βαρέα μέταλλα δεν είναι παίξε-γέλασε. Δεν είναι μια απλή γαστρεντερίτιδα. Τα βαρέα μέταλλα επειδή δεν μπορούν να μεταβολισθούν στον ανθρώπινο οργανισμό, συσσωρεύονται μέσα μας, με αποτέλεσμα την εκδήλωση καρκίνου. Πότε θα «κτυπήσει» η επάρατη νόσος; Μπορεί σε 5 χρόνια, σε 10 χρόνια, σε 25 χρόνια ή και ποτέ…
Με άλλα λόγια, το πρώτο μέλημα των ομάδων HACCP στη βιομηχανία τροφίμων είναι να αξιολογούν τις πρώτες του ύλες για την ύπαρξη βαρέων μετάλλων.
Στην ερευνητική μας εργασία (η διδακτορική εργασία του κ. Σωτήρη Στασινού) σχετικά με το θέμα του Ασωπού και την ύπαρξη νικελίου και χρωμίου στα τρόφιμα-βολβούς που παράγονται στην Βοιωτία και γύρω από τα Οινόφυτα, βρήκαμε πολύ αυξημένα επίπεδα αυτών των βαρέων μετάλλων. Η δουλειά μας (2009-2014) ενεργοποίησε τον ΕΦΕΤ με μεγάλη καθυστέρηση, ο οποίος ΕΦΕΤ έφτιαξε μια επιτροπή να εξετάσει το πρόβλημα (ήμουν μέλος της επιτροπής αυτής) που φυσικά τα βρήκαν όλα ΟΚ και κατόπιν ο ΕΦΕΤ έστειλε δυο ερωτήσεις στην EFSA (μια για το νικέλιο και μια για το χρώμιο). Μετά από 2 χρόνια, η EFSA γνωμοδότησε για τα δυο βαρέα μέταλλα και… είπε ότι «όλα καλώς». (https://www.efsa.europa.eu/en/efsajournal/pub/6268 –https://www.efsa.europa.eu/en/efsajournal/pub/3845).
Σήμερα όμως τα νομικά κενά παραμένουν και διαβάσαμε στο cibum την περασμένη Πέμπτη, την εξής είδηση: “Consumer Reports: 1 στα 3 προϊόντα σοκολάτας έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε βαρέα μέταλλα“. Αντιγράφω από αυτό το άρθρο: σε νέες δοκιμές και αναλύσεις σε προϊόντα σοκολάτας, προχώρησε η οργάνωση Consumer Reports, μη κερδοσκοπικός οργανισμός καταναλωτών που διενεργεί ανεξάρτητες δοκιμές προϊόντων. Υπενθυμίζεται πως και στις αρχές του 2023 είχε δημοσιεύσει μελέτη, στην οποία ανέλυσε 28 προϊόντα μαύρης σοκολάτας εκ των οποίων, μόνο 30 γραμμαρίων την ημέρα από τα 23 από αυτά, θα υπερέβαινε το επιτρεπόμενο ποσοστό βαρέων μετάλλων που είναι ασφαλές να εκτεθεί ακόμα και ένας ενήλικας, πόσο μάλλον ένα παιδί. Τότε είχε εκδώσει και «τελεσίγραφο» στη βιομηχανία σοκολάτας έως την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου να μειώσει τα βαρέα μέταλλα.
Τα βαρέα μέταλλα μπορούν να βρεθούν σε πολλά τρόφιμα – όπως το αρσενικό στο ρύζι, ο υδράργυρος σε ορισμένα είδη ψαριών, το κάδμιο στο σπανάκι και ο μόλυβδος στα καρότα και τις γλυκοπατάτες. Και μπορείτε επίσης να εκτεθείτε μέσω του πόσιμου νερού ή του περιβάλλοντός σας (όπως η βαφή μολύβδου στο σπίτι σας).
Τα σημαντικότερα ευρήματα των αναλύσεων είναι πως το ένα τρίτο των προϊόντων που δοκιμάστηκαν, είχαν ανησυχητικά επίπεδα τουλάχιστον ενός από αυτά τα βαρέα μέταλλα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα επίπεδα ήταν υπερδιπλάσια από τα όρια του CR. Επίσης όπως προαναφέρθηκε οι μαύρες σοκολάτες έτειναν να έχουν υψηλότερα επίπεδα βαρέων μετάλλων και η σοκολάτα γάλακτος χαμηλότερα. Η μπάρα σοκολάτας γάλακτος της Hershey είχε το μεγαλύτερο προβάδισμα στον μόλυβδο φτάνοντας το 67% του ορίου CR. Στη μαύρη σοκολάτα υψηλότερη ποσότητα μολύβδου είχε η σοκολάτα της Nestle, Perugina (85% κακάο) με 539% και καδμίου η σοκολάτα Evolved που είχε επίσης υψηλή περιεκτικότητα σε μόλυβδο. Η Nestlé, η οποία κατέχει την Perugina, είπε στην CR, «Εφαρμόζουμε αυστηρά πρότυπα για να διασφαλίσουμε ότι τα προϊόντα μας είναι υψηλής ποιότητας και συμμορφώνονται με όλες τις ισχύουσες κανονιστικές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ορίων για κάδμιο και μόλυβδο.
Άλλα ευρήματα είναι πως τέσσερα από τα έξι μείγματα ζεστής σοκολάτας, ξεπέρασαν το όριο μολύβδου συμπεριλαμβανομένου του μείγματος της Nestle, η οποία προμηθεύει τα starbucks.
Η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων είπε στο CR ότι «Ενώ η παρουσία καδμίου και μολύβδου στη σοκολάτα έχει γίνει αντικείμενο μεγάλης προσοχής των μέσων ενημέρωσης, ειδικοί από όλο τον κόσμο έχουν διαπιστώσει ότι η σοκολάτα είναι μια μικρή πηγή έκθεσης σε αυτούς τους ρύπους διεθνώς». Και ο οργανισμός πρόσθεσε ότι «όλοι οι παραγωγοί και οι μεταποιητές τροφίμων είναι υπεύθυνοι για τη διασφάλιση της ασφάλειας των τροφίμων τους».
Τα αποτελέσματά της Consumer Reports, ωστόσο, δείχνουν ότι ορισμένες εταιρείες μπορεί να κάνουν καλύτερη δουλειά στο να κρατούν τα μέταλλα μακριά από τα προϊόντα τους. Αυτό ισχύει ακόμη και για τη μαύρη σοκολάτα και τις σκόνες κακάο. «Γενικά, τα προϊόντα με υψηλότερη περιεκτικότητα σε κακάο τείνουν να έχουν υψηλότερα επίπεδα μετάλλων, αλλά όχι πάντα», λέει ο Eric Boring, PhD, χημικός CR που επέβλεψε τις δοκιμές σοκολάτας. «Υπάρχει αρκετή διακύμανση στα επίπεδα μολύβδου σε κάθε κατηγορία τροφίμων που είναι σαφές ότι άλλοι παράγοντες εκτός από την περιεκτικότητα σε κακάο επηρεάζουν τα επίπεδα μολύβδου και αυτό σημαίνει ότι οι κατασκευαστές έχουν τη δυνατότητα να μειώσουν τα βαρέα μέταλλα στα προϊόντα τους στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα».
Για να διαβάσετε ολόκληρη τη μελέτη της Consumer reports πατήστε ΕΔΩ.
Εν κατακλείδι
Το δικό μας σχόλιο είναι τούτο: όταν υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με την επικινδυνότητα ενός ρύπου (όπως είναι τα βαρέα μέταλλα) τότε θα πρέπει να εφαρμόζουμε (ομάδες HACCP αλλά και η Πολιτεία, δηλαδή ο ΕΦΕΤ και η EFSA) την αρχή της προφύλαξης όπως αυτή περιγράφεται στην παράγραφο του ΕΚ178/2002.
Αν δεν το κάνουμε αυτό, τότε εν γνώσει μας, εκθέτουμε τους καταναλωτές των προϊόντων μας σε ένα πολύ μεγάλο κίνδυνο.
Κλείνοντας, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η επιστήμη παράγει επιστημονικά δεδομένα και μετά από 5-15 χρόνια αυτά τα δεδομένα μετουσιώνονται σε νομοθετήματα.
Με άλλα λόγια, ο ΕΚ1881/2006 είναι απλά ξεπερασμένος και οι ομάδες HACCP έχοντας το καθήκον να παράγουν ασφαλή τρόφιμα, θα πρέπει να θέσουν τα δικά τους CCP και OPRP με χαμηλά (ίσως και μηδενικά!) όρια για όλα τα βαρέα μέταλλα.
Μέχρι τότε, ο καταναλωτής (δηλαδή όλοι μας) είμαστε εκτεθειμένοι στα βαρέα μέταλλα και τις εξαιρετικά σοβαρές επιπτώσεις τους…