Μια νέα ματιά στη σταθερότητα της γλυκόζης
Μια νέα κλινική μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Reading και το Ίδρυμα Έρευνας για το Διαβήτη του Μαντράς αλλάζει τα δεδομένα στη συζήτηση για το ρόλο των γαλακτοκομικών προϊόντων στον γλυκαιμικό έλεγχο. Δημοσιευμένη στο περιοδικό Clinical Nutrition, η μελέτη αποκαλύπτει ότι οι άνθρωποι που ακολουθούν μια γαλακτο-χορτοφαγική δίαιτα –δηλαδή διατροφή βασισμένη σε φυτικές τροφές με την προσθήκη γαλακτοκομικών– διατηρούν χαμηλότερα και πιο σταθερά επίπεδα σακχάρου στο αίμα σε σχέση με όσους ακολουθούν αυστηρά χορτοφαγική δίαιτα.
Η μελέτη περιέλαβε 30 υγιείς ενήλικες, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και τήρησαν για 14 ημέρες δύο ισοθερμιδικές δίαιτες με παρόμοια ποσοστά πρωτεϊνών και υδατανθράκων. Η βασική διαφορά ήταν ότι η μία δίαιτα περιλάμβανε γαλακτοκομικά (περίπου 558 γραμμάρια την ημέρα, κυρίως γάλα, γιαούρτι και μικρή ποσότητα τυριού), ενώ η άλλη βασίστηκε αποκλειστικά σε φυτικές εναλλακτικές, όπως γάλα σόγιας και τόφου. Οι συμμετέχοντες φορούσαν ειδικούς αισθητήρες που κατέγραφαν τα επίπεδα γλυκόζης κάθε 15 λεπτά. Αυτή η τεχνολογία επέτρεψε στους ερευνητές να αναλύσουν λεπτομερή καθημερινά μοτίβα γλυκαιμικής μεταβλητότητας, αποφεύγοντας τη μερική εικόνα που συνήθως παρέχουν οι μεμονωμένες εξετάσεις αίματος.
Τα ευρήματα της μελέτης
Όσοι κατανάλωναν γαλακτοκομικά παρουσίασαν χαμηλότερες μέσες τιμές γλυκόζης στο αίμα. Επίσης, στο αίμα τους ανιχνεύθηκαν αυξημένα επίπεδα ακετυλοκαρνιτίνης, μιας ουσίας που συνδέεται με την καλύτερη χρήση των λιπών για ενέργεια και τη μείωση του οξειδωτικού στρες, ενός μηχανισμού που επιβαρύνει τα κύτταρα σε περιόδους υψηλού σακχάρου. Αντιθέτως, η ομάδα της αυστηρά χορτοφαγικής δίαιτας παρουσίασε αυξημένα επίπεδα φαινυλαλανίνης, ενός αμινοξέος που όταν βρίσκεται σε μεγάλες συγκεντρώσεις φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά την ικανότητα του οργανισμού να διαχειρίζεται τη γλυκόζη.Ο επικεφαλής συγγραφέας, καθηγητής Vimal Karani, σημειώνει ότι τα ευρήματα αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία για περιοχές όπως η Ινδία, όπου το φορτίο του διαβήτη είναι βαρύ: 101 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με διαβήτη τύπου 2 και 136 εκατομμύρια με προδιαβήτη. «Η τροποποίηση της διατροφής με τρόπο που βελτιώνει τη διαχείριση του σακχάρου μπορεί να είναι καθοριστική για τη δημόσια υγεία», δηλώνει χαρακτηριστικά.