Νικόλας Εμμανουήλ
Οι φθαλικές ενώσεις συνδέονται με υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης συγκεκριμένων μορφών παιδικού καρκίνου, όπως προέκυψε από σχετική μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το Κέντρο Αντιμετώπισης Καρκίνου του Πανεπιστημίου του Βερμόντ.
Οι φθαλικές ενώσεις είναι χημικά πρόσθετα που χρησιμοποιούνται για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας ή της συνοχής των πλαστικών και ενός ευρέος φάσματος καταναλωτικών προϊόντων. Επίσης, χρησιμοποιούνται ως ανενεργά συστατικά σε ορισμένα φάρμακα, ειδικά σε αυτά που απαιτούν παρατεταμένη ή καθυστερημένη απελευθέρωση του φαρμάκου για να λειτουργήσουν σωστά, όπως ορισμένα αντιφλεγμονώδη φάρμακα και αντιβιοτικά.
Η μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου, είναι η πρώτη που πραγματεύεται αυτό το θέμα και πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Ώρχους και το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Odense της Δανίας.
Διαπιστώθηκε ότι η έκθεση σε φθαλικές ενώσεις που σχετίζονται με φάρμακα μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη ορισμένων μορφών παιδικού καρκίνου και ότι η ελαχιστοποίηση της έκθεσης σε αυτές μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψή τους στο μέλλον.
Συγκεκριμένα, η μελέτη εξέτασε τη σχέση μεταξύ της έκθεσης σε φθαλικές ενώσεις κατά την κύηση και της παιδικής ηλικίας και της συχνότητας εμφάνισης παιδικού καρκίνου, χρησιμοποιώντας δεδομένα από το Ιατρικό Μητρώο Γεννήσεων, τον Οργανισμό Φαρμάκων και το Μητρώο Καρκίνου της Δανίας, τα οποία αφορούσαν όλες τις γεννήσεις στην εικοσαετία 1997 – 2017, δηλαδή σχεδόν 1,3 εκατομμύρια παιδιά.
Μεταξύ των 2.027 περιπτώσεων παιδικού καρκίνου, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η έκθεση σε φθαλικές ενώσεις κατά την παιδική ηλικία και όχι κατά την κύηση σχετίστηκε με 20% υψηλότερο ποσοστό παιδικού καρκίνου συνολικά, με σχεδόν τριπλάσιο ποσοστό διάγνωσης οστεοσαρκώματος, καρκίνο των οστών και διπλάσιο ποσοστό διάγνωσης λεμφώματος (καρκίνος του αίματος).
«Αυτά τα αποτελέσματα προσθέτουν σε ένα αυξανόμενο σύνολο στοιχείων που υποδηλώνουν ότι αυτές οι πανταχού παρούσες χημικές ουσίες έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ανθρώπινη υγεία», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Thomas Ahern, PhD, MPH, αναπληρωτής καθηγητής στο Larner College of Medicine του Πανεπιστημίου του Βερμόντ.
«Οι φθαλικές ενώσεις είναι πλέον αναγνωρισμένοι ενδοκρινικοί διαταράκτες επειδή παρεμβαίνουν στα ορμονικά συστήματα και μπορεί να επηρεάσουν τη λειτουργία του θυρεοειδούς», επεσήμανε η Frances Carr, PhD, μέλος του Κέντρου Καρκίνου, συνεργάτης της Αμερικανικής Ένωσης για την Προώθηση της Επιστήμης (AAAS) και καθηγήτρια Ιατρικής στην Ιατρική σχολή στο Μπέρλινγκτον του Βερμόντ.
Αν και χρειάζονται περισσότερες μελέτες, η έκθεση σε φθαλικές ενώσεις έχει συνδεθεί – μεταξύ άλλων – με όγκους του θυρεοειδούς και του μαστού. Οι φθαλικοί εστέρες, όπως άλλοι πλαστικοποιητές, όπως η δισφαινόλη Α (BPA), υπάρχουν παντού στο περιβάλλον. Η ηλικία της έκθεσης, καθώς και η χρόνια έκθεση σε χαμηλές δόσεις αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία», πρόσθεσε η Carr.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, στο μέλλον η έρευνα θα ήταν ωφέλιμο να επικεντρωθεί στο ποιος συγκεκριμένος φθαλικός εστέρας (ή συνδυασμός φθαλικών ενώσεων) ενέχει τον μεγαλύτερο κίνδυνο και με ποιον μηχανισμό ή μηχανισμούς οι φθαλικές ενώσεις μπορεί να οδηγήσουν σε κίνδυνο οστεοσαρκώματος και λεμφώματος, ώστε να μπορούμε να καταλάβουμε πώς θα μπορούμε να μετριάσουμε τον κίνδυνο των περιβαλλοντικών φθαλικών ενώσεων».
https://www.sciencedaily.com/releases/2022/03/220316145830.htm