Προσπάθεια των εφήβων να μοιάσουν με αυτό που η κοινωνία και τα social media προβάλλουν ως το ιδανικό μέγεθος, υιοθετώντας τελικά μια «τοξική διατροφική κουλτούρα».
«Πανδημία» διατροφικών διαταραχών αποκαλύπτει μια παγκόσμιας εμβέλειας μελέτη σε 63.000 παιδιά και εφήβους από όλες τις ηπείρους, της οποίας τα αποτελέσματα αποδεικνύουν πως το 22% του πληθυσμού πάσχει από κάποιου είδους διατροφική διαταραχή.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες που διεξήγαγαν την έρευνα, οι διατροφικές διαταραχές είναι ψυχικά νοσήματα που χαρακτηρίζονται από μη φυσιολογικές συμπεριφορές διατροφής ή ελέγχου βάρους και μπορεί να οδηγήσουν σε ιδιαίτερα σοβαρά προβλήματα υγείας.
Η μελέτη, η οποία διεξήχθη από ερευνητές από την Ισπανία και τις χώρες του Ισημερινού και δημοσιεύτηκε στο JAMA Pediatrics εντόπισε επίσης διαφορές μεταξύ των φύλων, με τα κορίτσια να παρουσιάζουν συχνότερα διατροφικές διαταραχές από τα αγόρια, σε ποσοστό 30,3% έναντι 16,98% αντίστοιχα.
Αυτά τα ευρήματα της μελέτης που παραθέτει ο ιστότοπος Nutrition Insights, έδειξαν επίσης τη σημασία της ηλικίας στις διατροφικές διαταραχές. Για παράδειγμα, μία από τις μελέτες που εξετάστηκαν διαπίστωσε ότι η μέση ηλικία για την ανάπτυξη ανορεξίας, βουλιμίας ή υπερφαγίας ήταν περίπου 12 ετών στις ΗΠΑ.
Ο ΔΜΣ (δείκτης μάζας σώματος) παίζει επίσης σημαντικό ρόλο, καθώς όσο πιο αυξημένος ήταν τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος για την ανάπτυξη μιας διατροφικής διαταραχής, γεγονός που οι επιστήμονες αποδίδουν σε διαταραγμένα διατροφικά πρότυπα που υιοθετούνται κατά την προσπάθεια απώλειας βάρους.
Τα ευρήματα αυτής της μελέτης έρχεται να συμπληρώσει μια άλλη καναδική, σύμφωνα με την οποία η διαλείπουσα νηστεία μεταξύ των εφήβων συνδέεται με την ανάπτυξη διατροφικών διαταραχών .
Αυτό αποδίδεται στην προσπάθεια των εφήβων να μοιάσουν με αυτό που η κοινωνία και τα social media προβάλλουν ως το ιδανικό μέγεθος, υιοθετώντας τελικά μια «τοξική διατροφική κουλτούρα», χωρίς να έχουν λάβει τη συμβουλή ενός ειδικού.
Η κοινωνία μας δεν είναι αρκετά ευαισθητοποιημένη στις διατροφικές διαταραχές, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει και η απαραίτητη ενημέρωση γύρω από αυτές. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των παραπάνω μελετών κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την άμεση ανάληψη δράσεις ενάντια σε αυτού του είδους τις παθήσεις, προτού ο αριθμός των πασχόντων γίνει ανεξέλεγκτος.