Μελέτη συνιστά διατροφική υποστήριξη για τη διαχείρηση του βάρους.
Είναι γεγονός πως η διακοπή του καπνίσματος ανάμεσα σε καπνιστές, έχει συνδεθεί με αύξηση βάρους. Αυτό οφείλεται, στο ότι τείνουν να τρώνε λιγότερο και έχουν χαμηλότερο σωματικό βάρος και δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) από τους μη καπνιστές. Μελέτη που διεξήχθη από ερευνητές στο Πανεπιστήμιο Loughborough και στο Πανεπιστήμιο του Leicester, στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπογραμμίζει την ανάγκη για διατροφική υποστήριξη και υποστήριξη διαχείρισης βάρους για τους καπνιστές, ειδικά όσους θέλουν να εγκαταλείψουν την επικίνδυνη συνήθεια. Η μελέτη θα παρουσιαστεί στο φετινό Ευρωπαϊκό Συνέδριο για την Παχυσαρκία που πραγματοποιείταιστη Βενετία (12-15 Μαΐου).
«Η ανησυχία για την αύξηση του σωματικού βάρους είναι ένας συνηθισμένος λόγος για τους καπνιστές να μην προσπαθούν να το κόψουν ή να αποτυγχάνουν στις προσπάθειές τους να κόψουν το κάπνισμα», λέει ο επικεφαλής ερευνητής Δρ Σκοτ Γουίλις από το Πανεπιστήμιο του Λόφμπορο. «Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι το κάπνισμα σχετίζεται με πρότυπα διατροφικής συμπεριφοράς που συνάδουν με μειωμένη πρόσληψη τροφής και χειρότερη ποιότητα διατροφής, που χαρακτηρίζεται από συχνή πρόσληψη τηγανιτών φαγητών και προσθήκη αλατιού και ζάχαρης στα γεύματα. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει την αύξηση βάρους που παρατηρείται συνήθως όταν οι άνθρωποι σταματούν το κάπνισμα».
Η μελέτη παρατήρησης εξετάζει δεδομένα από 83.000 κατοίκους του Ηνωμένου Βασιλείου ηλικίας άνω των 18 ετών που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια προγραμμάτων αξιολόγησης της υγείας που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 2004 και 2022 από τη βρετανική φιλανθρωπική οργάνωση υγειονομικής περίθαλψης Nuffield Health. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, με τους 6.454 να είναι καπνιστές και τους υπόλοιπους 77.327, μη καπνιστές. Ληφθήκαν υπόψην παράγοντες όπως ΔΜΣ, φύλο καθώς και ηλικία και όλοι οι συμμετέχοντες στη μελέτη συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο που παρείχε πληροφορίες σχετικά με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση, την κατάσταση καπνίσματος και τις διατροφικές και διατροφικές τους συμπεριφορές.
Σε σύγκριση με τους μη καπνίζοντες, οι καπνιστές είχαν διπλάσιες πιθανότητες να παραλείψουν γεύματα και 50% περισσότερες πιθανότητες να μείνουν περισσότερες από τρεις ώρες χωρίς φαγητό. Ήταν επίσης πιο πιθανό να τρώνε λιγότερα γεύματα την ημέρα και δυσκολεύονταν να αφήσουν ημιτελές φαγητό στο πιάτο τους, υποδεικνύοντας μια δυσκολία στο να σταματήσουν να τρώνε όταν ήταν χορτάτοι. Επίσης βρέθηκαν να έχουν 35% λιγότερες πιθανότητες να τρώνε μεταξύ των γευμάτων αλλά και να φάνε λόγω πλήξης ή αναζήτησης ανταμοιβής. Επίσης, σε σύγκριση με τους μη καπνιστές, βρέθηκε ότι όσοι καπνίζουν είχαν 8-13% λιγότερες πιθανότητες να αναζητήσουν γλυκές τροφές μεταξύ των γευμάτων και για επιδόρπιο, ενώ ήταν 8% πιο πιθανό να τρώνε τηγανητό φαγητό, 70% να προσθέσουν αλάτι και 36% περισσότερες πιθανότητες να προσθέσουν ζάχαρη στα γεύματα.
Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι οι καπνιστές τείνουν να τρώνε λιγότερο υγιεινά και έχουν λιγότερο υγιεινές διατροφικές συνήθειες, γεγονός που θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί συχνά τείνουν να παίρνουν βάρος μετά τη διακοπή του καπνίσματος. Με βάση αυτό, η ομάδα των ερευνητών τονίζει την ανάγκη για άτομα που επιδιώκουν να βελτιώσουν την υγεία τους μέσω της διακοπής του καπνίσματος να έχουν πρόσβαση σε διατροφική υποστήριξη και υποστήριξη διαχείρισης βάρους.