Γενετικά επεξεργασμένο σιτάρι με μειωμένη ποσότητα ασπαραγίνης και κατ’ επέκταση και μειωμένη απελευθέρωση ακρυλαμιδίου όταν ψήνεται.
Την στιγμή που η ΕΕ ετοιμάζεται για μείωση στα επίπεδα ακρυλαμιδίου στα τρόφιμα, καθώς εντός του 2023 αναμένεται το νέο νομοθετικό πλαίσιο που θα καθορίζει τις υποχρεώσεις της βιομηχανίας μαζί με νέα μέγιστα επίπεδα, μία έρευνα από το Rothamsted Research στη Βρετανία ίσως αλλάξει τα δεδομένα.
Το ακρυλαμίδιο είναι μια ύποπτη για πρόκληση καρκίνου χημική ουσία, που σχηματίζεται φυσικά, σε αμυλούχα προϊόντα διατροφής κατά την έκθεσή τους σε υψηλή θερμοκρασία, όπως συμβαίνει κατά το τηγάνισμα, το ψήσιμο, το καβούρδισμα καθώς και τη βιομηχανική επεξεργασία τροφίμων. Γενικά, παράγεται όταν το μαγείρεμα γίνεται σε υψηλές θερμοκρασίες (>120οC), με μεγάλη διάρκεια και παρουσία χαμηλής υγρασίας. Το ακρυλαμίδιο σχηματίζεται από σάκχαρα (γλυκόζη, φρουκτόζη) και αμινοξέα (κυρίως την ασπαραγίνη) που υπάρχουν φυσικά σε πολλά αμυλούχα τρόφιμα.
Σύμφωνα με τους ερευνητές οι πρώτες δοκιμές πεδίου μιας γονιδιακά επεξεργασμένης μορφής σιταριού δείχνουν ότι παράγει λιγότερο ακρυλαμίδιο από το αναμενόμενο όταν ψήνεται.
«Πολλά προϊόντα διατροφής παραβιάζουν ήδη τις κατευθυντήριες γραμμές για το ακρυλαμίδιο» λέει ο Nigel Halford στο Rothamsted Research στο Harpenden του Ηνωμένου Βασιλείου, ο οποίος έχει αναπτύξει το γενετικά επεξεργασμένο σιτάρι. Το νέο στέλεχος σίτου χρησιμοποίησε επεξεργασία γονιδίων CRIPSR για να μειώσει τον σχηματισμό ασπαραγίνης στους κόκκους σιταριού. Όταν καλλιεργείται στο εργαστήριο, αυτό το σιτάρι παράγει αλεύρι με περίπου το μισό επίπεδο ασπαραγίνης.
Τα επίπεδα ασπαραγίνης στο GE σιτάρι ήταν έως και 50% χαμηλότερα από την ποικιλία ελέγχου, και όπως ήταν αναμενόμενο, όταν το αλεύρι από το επεξεργασμένο σιτάρι θερμάνθηκε σε θερμοκρασία ψησίματος, η περιεκτικότητά του σε ακρυλαμίδιο ήταν περίπου 45% χαμηλότερη.
Οι επιστήμονες δοκίμασαν την καλλιέργεια του ΓΤΟ σιταριού και σε κανονικές συνθήκες χωραφιού, προκειμένου να διαπιστώσουν εάν ο μεταλλαγμένος σίτος είναι βιώσιμος. Η δοκιμή έδειξε ότι το χαμηλό χαρακτηριστικό ασπαραγίνης διατηρήθηκε και στο χωράφι και ότι δεν υπήρχε σημαντική επίδραση στην απόδοση ή την περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη πρόκειται για σημαντική ανακάλυψη καθώς η διαθεσιμότητα του ΓΤΟ σίτου
με χαμηλή περιεκτικότητα σε ακρυλαμίδιο θα μπορούσε να επιτρέψει στις επιχειρήσεις τροφίμων να συμμορφωθούν με τους εξελισσόμενους κανονισμούς για ακρυλαμίδιο χωρίς δαπανηρές αλλαγές στις γραμμές παραγωγής ή υποβάθμιση της ποιότητας του προϊόντος. Θα μπορούσε επίσης να μειώσει τη διατροφική πρόσληψη ακρυλαμιδίου για τους καταναλωτές.