Οι αυξημένες ανάγκες επισιτισμού στο μέλλον μπορεί να φέρουν νέα προϊόντα από φύκια, έντομα και κρέας εργαστηρίου στη διατροφή μας.
Οι εναλλακτικές πρωτεΐνες παρουσιάζουν αυξανόμενο ενδιαφέρον, όσον αφορά τη δυνατότητά τους να βελτιώσουν την επισιτιστική ασφάλεια και να μειώσουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της παραγωγής των τροφίμων και των ζωοτροφών. Μελέτη της ΕΕ αξιολογεί την τρέχουσα κατάσταση και τις μελλοντικές προοπτικές παραγωγής πρωτεϊνών παγκοσμίως και στην ΕΕ έως το 2050, με έμφαση σε συμβατικές και εναλλακτικές πηγές πρωτεΐνης για τρόφιμα και ζωοτροφές.
Παγκοσμίως, οι περισσότερες διατροφικές πρωτεΐνες είναι φυτικής προέλευσης (57%) και ακολουθούν οι πηγές ζωικής προέλευσης. Ωστόσο, οι περισσότερες διατροφικές πρωτεΐνες στην Ευρώπη προέρχονται από τις ζωικές πηγές (55-60 %).
Οι συνολικές εναλλακτικές πρωτεΐνες που καταναλώθηκαν το 2020 (συμπεριλαμβανομένων των plant-based προϊόντων) ήταν 13 εκ. τόνοι, περίπου το 2% της αγοράς των ζωικών πρωτεϊνών. Οι πηγές πρωτεΐνης που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές είναι τόσο μη βρώσιμες (όπως χορτάρι), όσο και βρώσιμες για τον άνθρωπο (κυρίως δημητριακά και όσπρια). Η ΕΕ είναι κατά σχεδόν 80% αυτάρκης για ανάγκες πρωτεϊνών για τις ζωοτροφές, αλλά η κύρια πηγή τους είναι χαμηλότερης περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες.
Η περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη κάποιων εντόμων ως πηγή τροφής θεωρείται γενικά καλής ποιότητας. Το προφίλ των βασικών αμινοξέων τους είναι συγκρίσιμο με αυτό του σογιάλευρου και λόγω της καλής γεύσης τους, αποτελούν κατάλληλα υποκατάστατα για τη διατροφή ορισμένων ζώων (πχ κοτόπουλα κρεατοπαραγωγής, χοίροι).Η περίπτωση του αλευροσκώληκα (προνύμφη του εντόμου Tenebrio molitor) που μπορεί να χρησιμοποιείται ως κατεψυγμένος, αποξηραμένος και σε μορφή σκόνης σε ορισμένα τρόφιμα, θεωρείται καλή εναλλακτική επιλογή, οι φυτικές ίνες, τα λιπαρά και οι υδατάνθρακες βρίσκονται σε υψηλότερη περιεκτικότητα, από ό,τι σε όλες σχεδόν τις συμβατικές πηγές πρωτεΐνης.
Παγκοσμίως, πάνω από τα τρία τέταρτα της αγροτικής γης και περίπου τα δύο τρίτα των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου συνδέονται με τα ζωικά τρόφιμα. Μέχρι το 2050, η συμβατική κατανάλωση πρωτεΐνης αναμένεται να αυξηθεί κατά 57% για το κρέας και 48% για τα γαλακτοκομικά, με την προϋπόθεση ότι θα συνεχιστεί η οικονομική ανάπτυξη και θα αυξηθούν τα εισοδήματα, ιδιαίτερα στην Ασία.
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι ανεπανόρθωτες και σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει επαρκής τροφή για όλους, συνεπώς η επιστήμη πρέπει να δράσει ώστε να αξιοποιηθούν εναλλακτικές λύσεις στο παγκόσμιο ισοζύγιο πρωτεϊνών και στην ΕΕ, πριν να είναι πολύ αργά.
Αυτή η μελέτη αξιολογεί την τρέχουσα κατάσταση και τις μελλοντικές προοπτικές παραγωγής πρωτεϊνών παγκοσμίως και στην ΕΕ, έως το 2050, με έμφαση σε συμβατικές και εναλλακτικές πηγές πρωτεΐνης για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές.
Σε αυτό το πλαίσιο, αξιολογούνται τέσσερις πηγές εναλλακτικών πρωτεϊνών, όπως φύκια, έντομα, πρωτεΐνη μικροβιακής ζύμωσης και in vitro κρέας (καλλιεργούμενο στο εργαστήριο) και συγκρίνονται με τις συμβατικές πηγές που μπορούν να αντικαταστήσουν, όσον αφορά τις σχετικές ενεργειακές τους ανάγκες, τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, το θρεπτικό περιεχόμενο και τις δυνατότητές τους για χρήση ως υποκατάστατα των συμβατικών πρωτεϊνών σε τρόφιμα και ζωοτροφές στην ΕΕ.
Εξετάζεται επίσης, το τρέχον επίπεδο δραστηριότητας του R&D (Έρευνα & Ανάπτυξη), η τεχνολογική και εμπορική ετοιμότητα και η βιομηχανική ικανότητα των εν λόγω εναλλακτικών λύσεων στην ΕΕ.
Τέλος, η μελέτη διερευνά νομοθετικά και τεχνικά εμπόδια, αλλά και ευκαιρίες για την ανάπτυξη εναλλακτικών πρωτεϊνών στην Ευρώπη, πριν την υποβολή προτάσεων προς τους υπεύθυνους χάραξης Πολιτικών της ΕΕ.