Τι κρύβεται πίσω από το ελαιόλαδο στο ράφι.
Παρά την αναγνωρισμένη διατροφική του αξία, το ελαιόλαδο εξακολουθεί να καταλαμβάνει μικρό μέρος στη διατροφή των Γάλλων, με μόλις 1,7 λίτρα κατανάλωσης ανά κάτοικο ετησίως. Όμως ακόμη και αυτό το περιορισμένο ποσοστό συνοδεύεται πλέον από ένα υψηλό οικονομικό και ποιοτικό κόστος. Με τις τιμές να κυμαίνονται από 10 έως και 60 ευρώ το λίτρο, το άλλοτε καθημερινό αγαθό μοιάζει πλέον πολυτελές προϊόν.
Η κύρια αιτία της αύξησης των τιμών εντοπίζεται στις παρατεταμένες ξηρασίες, ιδίως στην Ισπανία, τον μεγαλύτερο παραγωγό ελαιολάδου στον κόσμο. Ο πληθωρισμός του προϊόντος άγγιξε το 11,29% σε ετήσια βάση, με τις πιο οικονομικές επιλογές να φτάνουν ακόμα και το 33,33%. Όπως σημειώνει η Alexandra Paris, διευθύντρια επικοινωνίας της France Olive, οι τιμές αναμένεται να εξομαλυνθούν εντός του έτους, ωστόσο αυτό θα συμβεί μόνο όταν εξαντληθούν τα αποθέματα του 2024.
Επιπλέον, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2024, οι ευρωπαϊκές αρχές εντόπισαν πενήντα περιπτώσεις παραποίησης, όπως πλαστές ετικέτες και αθέμιτες μίξεις με άλλα έλαια, αλλά και ψευδείς δηλώσεις προέλευσης. Σε αυτό το πλαίσιο, το γαλλικό περιοδικό «60 εκατομμύρια καταναλωτές» (60 Millions de consommateurs) ανέλυσε τη σύνθεση 22 εμπορικά διαθέσιμων στην γαλλική αγορά ελαιόλαδων και διαπίστωσε πως όλα περιέχουν ίχνη πλαστικοποιητών και υδρογονανθράκων που είναι δυνητικά επικίνδυνοι για την υγεία. Ιδιαίτερη έμφαση δώθηκε στα φυσικοχημικά και οργανοληπτικά τους χαρακτηριστικά.
- ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ | Όσοι πέρασαν covid και κυρίως όσοι έχουν long covid συμπτώματα διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο πρώιμης εμφάνισης άνοιας – Μελέτη
Τα ευρήματα της δοκιμής
Όλα τα ελαιόλαδα της δοκιμής ήταν εξαιρετικά παρθένα, εξαγόμενα με μηχανική πίεση ή φυγοκέντρηση, και πληρούσαν τα όρια φυσικής οξύτητας (κάτω από 0,8%). Το Leos ξεχώρισε με μόλις 0,14%. Ωστόσο, ορισμένα έλαια εμφάνισαν σημάδια οξείδωσης, πιθανώς λόγω ακατάλληλης αποθήκευσης ή μεταφοράς, με τα Tramier, Émile Noël, Monoprix και Cauvin να πλησιάζουν το μισό του επιτρεπόμενου δείκτη υπεροξειδίου.
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η παρουσία πλαστικοποιητών, όπως οι φθαλικοί εστέρες, που θεωρούνται ενδοκρινικοί διαταράκτες. Παρότι όλοι οι δείκτες ήταν εντός νομικών ορίων, κανένα προϊόν δεν ήταν πλήρως απαλλαγμένο από τους εν λόγω ρύπους. Τα ελαιόλαδα Terra Delyssa και Carapelli συγκέντρωσαν τις υψηλότερες συγκεντρώσεις, αγγίζοντας τα 4,8 mg/kg. Αντίθετα, το γαλλικό Puget περιείχε μόνο 0,2 mg/kg ενός νέου τύπου πλαστικοποιητή (DEHT), αν και τα επιστημονικά δεδομένα για αυτόν παραμένουν περιορισμένα.
Οι ενώσεις αυτές μεταναστεύουν κυρίως από τον εξοπλισμό αποθήκευσης, όπως βαρέλια, σωλήνες και μουσαμάδες. Αν και απαγορεύονται βάσει ευρωπαϊκών κανονισμών, η χρήση τους φαίνεται να επιβιώνει σε μικρές μονάδες παραγωγής, ιδίως σε χώρες με περιορισμένο έλεγχο ή υποδομές.
Ορισμένα ελαιόλαδα περιέχουν επίσης MOSH (κορεσμένοι υδρογονάνθρακες ορυκτελαίου) και MOAH (αρωματικοί υδρογονάνθρακες ορυκτελαίου). Πρόκειται για παράγωγα πετρελαίου, που χρησιμοποιούνται ιδίως ως λιπαντικά κινητήρα. Όπως εξηγούν οι συγγραφείς της μελέτης, μολύνοντας τα τρόφιμα, το πρώτο μπορεί να συσσωρευτεί στο ήπαρ και το λεμφικό σύστημα, ενώ το δεύτερο, το MOAH, έχει καρκινογόνες ιδιότητες. Η μόλυνση μπορεί να συμβεί κατά τη συγκομιδή, τη σύνθλιψη ή τη μεταφορά της ελιάς, ιδιαίτερα μέσω διαρροών λαδιού από το τρακτέρ, τον θραυστήρα ή το φορτηγό, αναφέρουν επίσης οι συγγραφείς της μελέτης, σημειώνοντας πως ορισμένα ελαιόλαδα περιέχουν 10 mg/kg MOAH, ποσότητα που είναι πέντε φορές υψηλότερη από το όριο το οποίο θεωρείται αποδεκτό από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
*Το Cibum είναι εξειδικευμένο site ασφάλειας τροφίμων και απευθύνεται στον κλάδο και στους επαγγελματίες τροφίμων, όπως και σε συνειδητοποιημένους καταναλωτές. Το παρόν άρθρο έχει σκοπό να προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες στους επιστήμονες τροφίμων και επαγγελματίες που σχεδιάζουν τα συστήματα και μέτρα ασφάλειας τροφίμων των επιχειρήσεων τροφίμων. Τα συμβάντα ασφάλειας τροφίμων σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο αποτελούν πολύτιμα εισερχόμενα δεδομένα στην ανάλυση επικινδυνότητας της διαδικασίας διαχείρισης τροφίμων (HACCP) που υποχρεούται να συντάσσει και να διατηρεί βάση νόμου, κάθε επιχείρηση τροφίμων.