Η ακρίβεια των αναλυτικών μεθόδων πρέπει να είναι η υψηλότερη δυνατή, ώστε να αποφεύγονται και τα ψευδώς θετικά και τα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα.
Οι μυκοτοξίνες είναι μυκητιακοί δευτερογενείς μεταβολίτες, που εμφανίζονται σε ένα ευρύ φάσμα τροφίμων και προϊόντων ζωοτροφών παγκοσμίως. Μπορούν να έχουν οξείες και χρόνιες ανεπιθύμητες επιδράσεις στον άνθρωπο και τα ζώα.
Λαμβάνοντας υπόψη την τυπική συνύπαρξη των μυκοτοξινών στις καλλιέργειες και τον εκτεταμένο συνδυασμό τους στα τρόφιμα, η έκθεση σε πολλαπλές μυκοτοξίνες μέσω της διατροφής κάποιου θα πρέπει να εξετάζεται, ώστε να πραγματοποιείται η κατάλληλη αξιολόγηση επικινδυνότητας.
Επί του παρόντος, εφαρμόζεται κανονιστικό πλαίσιο σε πολλά μέρη του κόσμου, αν και δεν έχει ακόμη εναρμονιστεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως αναφέρει το New Food Magazine, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σύμφωνα με την προληπτική προσέγγιση Farm-to-Fork, τα μέγιστα επιτρεπόμενα επίπεδα είναι ιδιαίτερα χαμηλά, φθάνοντας και το 0,5ppb στην περίπτωση των πιο επικίνδυνων αφλατοξίνων (π.χ. 0,05 μg/kg για την αφλατοξίνη M1).
Λόγω των προσπαθειών του συστήματος των αγροδιατροφικών προϊόντων για την τήρηση της νομοθεσίας, η ακρίβεια και η αξιοπιστία των αναλυτικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται στον κλάδο και στα επίσημα εργαστήρια πρέπει να είναι η υψηλότερη δυνατή, ώστε να αποφεύγονται τόσο τα ψευδώς θετικά όσο και τα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα.
Τα τελευταία 20 χρόνια, η φασματομετρία μάζας έχει γίνει το σημείο αναφοράς στην ανάλυση τροφίμων για ένα μεγάλο φάσμα επιμολυντών και, πιο πρόσφατα, οι μέθοδοι πολλαπλών αναλυτέων ουσιών έχουν καθιερωθεί ως ένα «χρυσό πρότυπο» για πολλές κατηγορίες χημικών ουσιών. Ωστόσο, οι αναλυτές που εργάζονται με φασματομετρία μάζας, γνωρίζουν καλά την πιθανή επίδραση του υποστρώματος, λόγω καταστολής των ιόντων ή βελτίωσης του ιόντων, που μπορεί να επηρεάσει τον ακριβή ποσοτικό προσδιορισμό.
Στην περίπτωση πολλαπλών αναλυτέων ουσιών που εμφανίζονται σε επίπεδο ιχνοστοιχείου σε κάποιο πολύπλοκο τρόφιμο, η επιλογή εσωτερικού προτύπου (ISTD) είναι ζωτικής σημασίας για την ελαχιστοποίηση ενός πιθανού συστηματικού σφάλματος στον ποσοτικό προσδιορισμό.
Η πιο αποτελεσματική στρατηγική για τη διασφάλιση της σωστής ακρίβειας είναι η φασματομετρία μάζας αραίωσης ισοτόπων (IDMS). Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στη χρήση σταθερών προτύπων επισήμανσης ισοτόπων, ανθρωπογενών ενώσεων που δεν μπορούν να εμφανιστούν σε φυσικά μολυσμένα δείγματα και είναι σε θέση να αντισταθμίσουν πιθανές απώλειες και επιπτώσεις του υποστρώματος κατά τη διάρκεια της ανάλυσης.
Όσον αφορά την ανάλυση μυκοτοξινών, οι σχετικές ενώσεις είναι διαθέσιμες στην αγορά ως πρότυπα C-13, πράγμα που σημαίνει ότι όλα τα άτομα άνθρακα στα μόρια αντικαθίστανται από άτομα 13C.
Πηγή: newfoodmagazine