Οι παράγοντες κινδύνου για λοιμώξεις από Escherichia coli που δεν είναι O157, αποτυπώθηκαν σε μελέτη του CDC των ΗΠΑ.
Η διάγνωση των λοιμώξεων από E. coli που δεν παράγουν τοξίνη O157 Shiga είναι υποβαθμισμένη για δεκαετίες επειδή τα εργαστήρια δεν διέθεταν πρακτικές μεθόδους ανίχνευσης. Η διάγνωσή τους έγινε εφικτή από το 1995 και μετά, όταν ανακαλύφθηκαν ανεξάρτητες από την καλλιέργεια διαγνωστικές δοκιμές για την τοξίνη Shiga. Ο αριθμός των εργαστηρίων που χρησιμοποιούν ενζυμικές ανοσοδοκιμασίες και δοκιμές PCR για τον εντοπισμό μη-Ο157 STEC έχει αυξηθεί από τότε.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε το Centers For Desease Control and Prevention στις ΗΠΑ, (FoodNet) κάθε χρόνο το Escherichia coli που δεν παράγει τοξίνη O157 Shiga (STEC), το οποίο περιλαμβάνει όλες τις οροομάδες STEC εκτός από το O157, προκαλεί περίπου 219.000 μολύνσεις. Κατά την περίοδο 2012–2015, η FoodNet διεξήγαγε ενεργή, πληθυσμιακή παρακολούθηση για λοιμώξεις STEC που διαγνώστηκαν εργαστηριακά σε 10 τοποθεσίες, καλύπτοντας περίπου 49 εκατομμύρια άτομα (15% του πληθυσμού των ΗΠΑ).
Τυπικά συμπτώματα είναι η διάρροια, οι κοιλιακές κράμπες και ο έμετος ενώ το αιμολυτικό ουραιμικό σύνδρομο εμφανίζεται στο 1%. Οι έρευνες για επιδημίες STEC που δεν είναι O157 έχουν εντοπίσει οδούς μετάδοσης, συμπεριλαμβανομένων των τροφογενών, του νερού, της επαφής με τα ζώα και του περιβάλλοντος τους και της επαφής από άτομο σε άτομο.Τα υψηλότερα ποσοστά λοιμώξεων οφείλονταν σε κατανάλωση μαρουλιού (39%), ντομάτας (21%) ή σε εστιατόριο γρήγορου φαγητού (23%).
Η μεγάλη ποικιλία τροφίμων που εμπλέκονται υποδηλώνει ότι οι πηγές μόλυνσης, και επομένως τα μέτρα ελέγχου, για το STEC που δεν είναι 157 μοιάζουν περισσότερο με εκείνα για τη σαλμονέλα παρά με εκείνα για το STEC O157. Τα μέτρα ελέγχου που επικεντρώνονται στη βελτίωση του συστήματος ασφάλειας των τροφίμων, ιδίως για τα προϊόντα και τα εστιατόρια, είναι πιθανό να μειώσουν περισσότερο τις ασθένειες. Οι μελέτες FoodNet προσδιόρισαν επίσης τα εστιατόρια ως κινδύνους για λοιμώξεις STEC O157 και Campylobacter.
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι λοιμώξεις που δεν είναι O157 STEC θα μπορούσαν να προληφθούν καλύτερα με εκτεταμένες βελτιώσεις στα συστήματα ασφάλειας τροφίμων. Για να έχουν το μέγιστο αποτέλεσμα στη μείωση της συχνότητας αυτών των λοιμώξεων, τα μέτρα ελέγχου θα πρέπει να επικεντρωθούν στη μείωση της μόλυνσης των προϊόντων που καταναλώνονται ωμά, ιδιαίτερα του μαρουλιού, καθώς και στη βελτίωση της ασφάλειας των τροφίμων που καταναλώνονται στα εστιατόρια και στη μείωση της μετάδοσης από το περιβάλλον των ζώων.