Την διαμάχη σχετικά με το εάν τα προϊόντα υδροπονικής καλλιέργειας είναι βιολογικά ή όχι φαίνεται πως επέλυσε οριστικά δικαστήριο των ΗΠΑ.
Απορρίφθηκε η ένσταση των καλλιεργητών βιολογικών κατά των υδροπονικών καλλιεργειών με επιχείρημα τη μη ενίσχυση της γονιμότητας του εδάφους
Το Υπουργείο Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών (USDA) επιτρέπει σε μεγάλες υδροπονικές επιχειρήσεις να ταξινομούν τις καλλιέργειές τους ως «βιολογικές», μια κίνηση που έχει εξοργίσει τους καλλιεργητές βιολογικών προϊόντων οι οποίοι μαζί με το Κέντρο για την Ασφάλεια Τροφίμων είχαν αιτηθεί την άρση της πιστοποίησης των προϊόντων υδροπονικής καλλιέργειας ήδη από το 2019. Τα επιχειρήματά τους είχαν βασιστεί στο ότι οι υδροπονικές καλλιέργειες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί από το Εθνικό Οργανικό Πρόγραμμα (NOP) για να λάβουν την πιστοποίηση ως βιολογικές. Σύμφωνα με τους ενάγοντες, με δεδομένο ότι οι υδροπονικές καλλιέργειες δε χρησιμοποιούν χώμα, δεν μπορούν να συμμορφωθούν με τη βασική απαίτηση του νόμου περί παραγωγής βιολογικών τροφίμων (OFPA) ότι τα σχέδια γεωργικής παραγωγής φυτικής παραγωγής «περιέχουν διατάξεις που έχουν σχεδιαστεί για την ενίσχυση της γονιμότητας του εδάφους». Ο εκτελεστικός διευθυντής του Κέντρου για την Ασφάλεια των Τροφίμων, Andrew Kimbrell, είχε δηλώσει πως “το υγιές έδαφος είναι το θεμέλιο της βιολογικής γεωργίας”.
Δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε άκυρη η αίτηση των καλλιεργητών βιολογικών κατά του Υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ (USDA) που ζητούσαν την απαγόρευση της βιολογικής πιστοποίησης των υδροπονικών καλλιεργειών. Η απόφαση εγκρίθηκε από το Εφετείο των Ηνωμένων Πολιτειών στις 22 Σεπτεμβρίου. Αυτή η απόφαση είναι δυνητικά το τελευταίο κεφάλαιο της μάχης για το εάν οι βιολογικές καλλιέργειες πρέπει να προέρχονται μόνο από το έδαφος.
Η υδροπονική καλλιέργεια κηπευτικών βρίσκεται ήδη σε στάδιο ωριμότητας και κερδίζει συνεχώς έδαφος, γεγονός που αποτελεί απειλή για τους καλλιεργητές βιολογικών προϊόντων. Μάλιστα, πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι οι υδροπονικές καλλιέργειες εξασφαλίζουν αποδεδειγμένα χαμηλότερο κίνδυνο για τροφιμογενείς ασθένειες, καθώς αποτελούν λογική και βιώσιμη επιλογή για τη μείωση του κινδύνου όλων των τροφιμογενών παθογόνων, συμπεριλαμβανομένης της E. Coli.