Εκτόξευση τιμών στο 80% για το ελληνικό ελαιόλαδο.
Έκκληση για «επαρκή και έγκαιρο σχεδιασμό» κατάλληλων μέτρων προσαρμογής για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελαιοκομικού τομέα, κάνουν οι επιστήμονες, βλέποντας τις τιμές του έξτρα παρθένου ελαιολάδου να εκτοξεύονται ξανά σε πρωτοφανή επίπεδα, συνέπεια της κλιματικής αλλαγής και της επιβάρυνσης των υψηλών επιτοκίων. Στο επίκεντρο των αυξήσεων βρίσκεται η αγορά ελιάς με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ΕΕ όπως το Μπάρι (Ιταλία), τα Χανιά (Ελλάδα) και το Χαέν (Ισπανία), τη στιγμή που η παγκόσμια παραγωγή έχει πέσει κατακόρυφα από 3,4 μετρικούς τόνους πέρυσι σε 2,3 μετρικούς τόνους φέτος.
Οι πρώτες προβλέψεις για τις αυξήσεις στις τιμές του ελαιολάδου σημειώθηκαν ήδη από το 2023, απόρροια των καταστροφών ελαιοπαραγωγικών περιοχών σε όλη την Ευρώπη του 2022, που είχαν ως αποτέλεσμα μια πολύ κακή περίοδο συγκομιδής. Οι προβλέψεις αυτές δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν, αφού η τιμή του ελαιολάδου εκτοξεύτηκε στα ύψη το δεύτερο εξάμηνο του 2023 με αύξηση 37% τον Αύγουστο, σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν. Η τάση αυτή επιταχύνθηκε τον Σεπτέμβριο (+44%) και τον Οκτώβριο (+50%), ενώ η κορύφωση του ετήσιου ρυθμού μεταβολής σημειώθηκε τον Νοέμβριο του 2023 (+51% σε σύγκριση με τον Νοέμβριο του 2022). Τώρα οι τιμές του ελαιολάδου στην Ελλάδα έχουν ξεπεράσει το 80% σύμφωνα με τη ΔΟΕ, ενώ η Ιταλία και η Ισπανία έχει δει αύξηση 60% τον περασμένο μήνα. Οι αυξανόμενες τιμές υποκινούν τώρα τη μετάβαση σε εναλλακτικές λύσεις όπως το ηλιέλαιο και το κραμβέλαιο.
Σύμφωνα με τους αναλυτές ελαιούχων σπόρων, οι ελιές είναι «υπερβολικά» ευαίσθητες στην κλιματική αλλαγή, αν και συνήθως θεωρούνται αρκετά ανθεκτικές στην ξηρασία, οι πρόσφατες συνθήκες ήταν πολύ σκληρές για να αναπτυχθούν βέλτιστα. «Η αύξηση της θερμοκρασίας, ειδικά τη χειμερινή περίοδο, φαίνεται να επηρεάζει τους ανθοφόρους οφθαλμούς. Ο μικρός αριθμός ημερών με χαμηλές θερμοκρασίες που έχουν ως αποτέλεσμα μειωμένη ανθοφορία κατά την άνοιξη θα μειώσει την ποσότητα και την ποιότητα της ελιάς και του λαδιού», υπογραμμίζει μια μελέτη για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην παραγωγή ελαιοκάρπου στη Χαλκιδική.
Η μελέτη υπογραμμίζει ότι από το 2031–2070, οι μη αρδευόμενες ελαιοκαλλιέργειες «δεν μπορούν να διατηρηθούν» στην περιοχή της Χαλκιδικής όσον αφορά την οικονομική βιωσιμότητα. Οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, προειδοποιώντας ότι η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των ελαιώνων στην περιοχή.
Για να μετριάσει τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και των τιμών, η Deoleo, ο μεγαλύτερος παραγωγός ελαιολάδου στον κόσμο στην Ισπανία, προτρέπει τον κλάδο να «αναλάβει τα ηνία» για να τροφοδοτήσει τη μείωση της αστάθειας των τιμών και την αύξηση της προβλεψιμότητας. «Αυτό θα είναι το κλειδί για να αποτρέψει εξωτερικούς παράγοντες, με μικρότερο ή μεγαλύτερο αντίκτυπο στην προσφορά και τη ζήτηση, να έχουν τόσο αποφασιστικό αντίκτυπο στην τιμή του προϊόντος και, κατά συνέπεια, στις ενέργειες που αναγκάζονται να λάβουν οι εταιρείες καθώς και το μέλλον της κατηγορίας».
Σύμφωνα με μια έκθεση του FAO για την επισιτιστική ασφάλεια, οι καταστροφές έχουν προκαλέσει απώλειες 3,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ σε καλλιέργειες τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, στις οποίες η κλιματική αλλαγή, η ζέστη και οι ακανόνιστες βροχές διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο.
Η άνοδος της θερμοκρασίας επηρέασε επίσης άλλες καλλιέργειες όπως το κακάο, νωρίτερα φέτος. H ξηρασία του Ελ Νίνιο στη Δυτική Αφρική οδήγησε σε κακή Συγκομιδή, εκτοξεύοντας τις τιμές της σοκολάτας σε υψηλό ρεκόρ, ξεπερνώντας στη Νέα Υόρκη τα 10.000 δολάρια ανά τόνο. Πέρυσι, η Ινδία, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ρυζιού στον κόσμο, αντιμετώπισε παρόμοιες προκλήσεις, όταν ήρθε αντιμέτωπη με υψηλές θερμοκρασίες που έσπασαν ρεκόρ λόγω του φαινομένου Ελ Νίνιο. Εντωμεταξύ, οι τιμές του καφέ επίσης αυξήθηκαν στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 15 ετών, πέρσι, ενώ ακόμα παλεύει με ακανόνιστα μοτίβα βροχής και ακραία ζέστη που βλάπτουν ολοένα και περισσότερο την καλλιέργεια. Ο Διεθνής Οργανισμός Καφέ σημειώνει μείωση της παραγωγής καφέ στην Ασία και την Ωκεανία (4,7%) και την Αφρική (7,2%) σε έκθεση του 2023. Αυτό μπορεί να αποδοθεί σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επηρεάζουν αρνητικά τους βασικούς παραγωγούς στο Βιετνάμ, την Ακτή Ελεφαντοστού και την Ουγκάντα.