Τα μωρά που συνελήφθησαν και γεννήθηκαν κατά την περίοδο του δελτίου στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν ορισμένες ασθένειες ως ενήλικες.
Οι διατροφικές οδηγίες αναφέρουν ότι τα βρέφη από τη σύλληψη έως την ηλικία των δύο ετών δεν πρέπει να καταναλώνουν πρόσθετα σάκχαρα. Ωστόσο, σύμφωνα με μελέτες οι έγκυες γυναίκες συνήθως καταναλώνουν διπλάσια ποσότητα ζάχαρης από τη συνιστώμενη και τα περισσότερα μωρά καταναλώνουν κάθε μέρα κάποιο είδος ζαχαρούχου τροφίμου ή ποτού.
Ορισμένοι επικριτές λένε ότι οι συστάσεις αυτές βασίζονται σε μελέτες που είναι κακής ποιότητας ή δεν είναι αρκετά λεπτομερείς. Για να ξεπεράσει αυτούς τους περιορισμούς, μια ομάδα με επικεφαλής την Tadeja Gracner του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας χρησιμοποίησε πληροφορίες που προέκυψαν από ένα φυσικό πείραμα που έλαβε χώρα λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Μεγάλη Βρετανία διατήρησε για αρκετά χρόνια το σύστημα δελτίων τροφίμων, περιορίζοντας την πρόσβαση σε βασικά αγαθά, όπως η ζάχαρη, τα γαλακτοκομικά και τα αυγά. Αυτοί οι περιορισμοί οδήγησαν στην ανάπτυξη ευρηματικών συνταγών, όπως το “Wacky cake”, που χρησιμοποιούσε ξύδι αντί αυγών. Παράλληλα, η μειωμένη κατανάλωση ζάχαρης διαμόρφωσε μια διατροφή που σήμερα θεωρείται πιο υγιεινή, σύμφωνα με τις σύγχρονες διατροφικές οδηγίες.
Η μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science, αποκαλύπτει ότι αυτά τα μέτρα είχαν θετικές και μακροχρόνιες επιδράσεις στην υγεία των ανθρώπων που γεννήθηκαν εκείνη την περίοδο. Οι επιστήμονες εδώ και καιρό εξετάζουν την επίδραση της ζάχαρης στην ανάπτυξη του σώματος και του εγκεφάλου, αλλά οι μελέτες που συγκρίνουν διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές ομάδες δυσκολεύονται να απομονώσουν τους παράγοντες που επηρεάζουν τα αποτελέσματα.
Ωστόσο, η περίοδος δελτίου στη Βρετανία δημιούργησε ένα σχεδόν «φυσικό πείραμα», καθώς η κατανάλωση ζάχαρης μειώθηκε απότομα για συγκεκριμένες γενιές, επιτρέποντας μια καθαρότερη ανάλυση των συνεπειών της διατροφής στην υγεία.
Οι ερευνητές, χρησιμοποιώντας δεδομένα από την ιατρική βάση U.K. BioBank, μελέτησαν περίπου 60.000 άτομα που γεννήθηκαν πριν και μετά τον Σεπτέμβριο του 1953, όταν έληξε το δελτίο ζάχαρης. Διαπίστωσαν ότι όσοι είχαν εκτεθεί σε περιορισμένη ζάχαρη κατά τα πρώτα κρίσιμα χρόνια της ζωής τους είχαν 35% χαμηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη και 20% μικρότερη πιθανότητα υπέρτασης στη μέση ηλικία.
Επιπλέον, για όσους τελικά εμφάνισαν αυτές τις παθήσεις, η εμφάνισή τους καθυστέρησε κατά αρκετά χρόνια. Όσο περισσότερο διήρκεσε η διατροφή με μειωμένη ζάχαρη, τόσο μεγαλύτερα ήταν τα οφέλη, ειδικά για όσους εκτέθηκαν σε αυτήν κατά την εμβρυϊκή ηλικία και τους πρώτους έξι μήνες της ζωής τους.
Οι ερευνητές προτείνουν διάφορους πιθανούς μηχανισμούς για αυτά τα αποτελέσματα. Η υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο παχυσαρκίας και αντίστασης στην ινσουλίνη για το παιδί.
Επιπλέον, οι διατροφικές συνήθειες των πρώτων χρόνων μπορεί να διαμορφώσουν τις προτιμήσεις ενός ατόμου προς τη ζάχαρη για το υπόλοιπο της ζωής του. Μια παράλληλη μελέτη έδειξε ότι όσοι μεγάλωσαν υπό συνθήκες δελτίου κατανάλωναν λιγότερη προστιθέμενη ζάχαρη ως ενήλικες.
Σήμερα, οι υγειονομικές αρχές προτείνουν την ελαχιστοποίηση της προστιθέμενης ζάχαρης, ιδιαίτερα για παιδιά κάτω των δύο ετών. Ωστόσο, οι σύγχρονες διατροφικές συνήθειες απέχουν πολύ από αυτήν την κατευθυντήρια γραμμή.
Για παράδειγμα, τα μικρά παιδιά στις ΗΠΑ καταναλώνουν σχεδόν έξι κουταλάκια του γλυκού προστιθέμενης ζάχαρης ημερησίως, ενώ πολλές έγκυες γυναίκες υπερβαίνουν κατά τρεις φορές τη συνιστώμενη ποσότητα. Αν και η πλήρης αποφυγή της ζάχαρης δεν είναι απαραίτητη, οι επιστήμονες τονίζουν ότι ακόμα και μια μικρή μείωση μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα στην υγεία.