Καταρρίφθηκε ο μύθος που συσχετίζει την vegan διατροφή με διατροφικές διαταραχές.
Πίσω από τις διατροφικές διαταραχές κρύβεται κυρίως η επιθυμία για έλεγχο του βάρους και ίσως και η πρόθεση πιο υγιεινής ζωής. Το πρόβλημα αναφέρεται από τους ειδικούς ως «δυσλειτουργική διατροφική συμπεριφορά» ή «διαταραγμένες διατροφικές στάσεις». Τα άτομα που εμφανίζουν αυτού του είδους τις διαταραχές, ακολουθούν περιοριστική δίαιτα, νηστεύουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, επιδίδονται σε υπερφαγία ή αισθάνονται ενοχές όταν τρώνε ορισμένα τρόφιμα. Ομάδα ερευνητών στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο (USP) στη Βραζιλία διερεύνησε τον επιπολασμό της δυσλειτουργικής διατροφικής συμπεριφοράς μεταξύ όσων ακολουθούν Vegan διατροφή.
Σύμφωνα με το άρθρο για την έρευνά τους που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό JAMA Network Open , εντόπισαν «διαταραγμένες διατροφικές στάσεις» μόνο στο 0,6% των σχεδόν 1.000 συμμετεχόντων, ή λιγότερο από το ένα δέκατο του εκτιμώμενου ποσοστού του πληθυσμού της Βραζιλίας (6,5%). Όπως εξήγησαν οι ερευνητές με αυτή τη μελέτη ήθελαν να διαπιστώσουν τυχόν «κρυμένες» διατροφικές διαταραχές σε όσους ακολουθούν vegan διατροφή καθώς σύμφωνα με προηγούμενες μελέτες ο βιγκανισμός θα μπορούσε να κρύβει δυσλειτουργική διατροφική συμπεριφορά διευκολύνοντας τον περιορισμό.
«Ωστόσο, τα αποτελέσματα της μελέτης απαλλάσσουν την ευθύνη του βιγκανισμού, δείχνοντας ότι η παρουσία δυσλειτουργικής διατροφικής συμπεριφοράς σχετίζεται κυρίως με τους λόγους για τη δίαιτα, παρά με το είδος της δίαιτας», δήλωσε ο Hamilton Roschel, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή και επικεφαλής της Ερευνητικής Ομάδας Εφαρμοσμένης Φυσιολογίας και Διατροφής.
Σύμφωνα με τον Roschel, το γεγονός ότι το 62% των 971 συμμετεχόντων που απάντησαν σε ερωτηματολόγιο, είπε ότι το κίνητρό του για να ακολουθήσουν μια vegan διατροφή ήταν «η ηθική και τα δικαιώματα των ζώων», ενώ μόνο το 10% ανέφερε «λόγους υγείας», εξηγεί τον χαμηλό επιπολασμό της δυσλειτουργικής διατροφικής συμπεριφοράς σε όσους συμμετείχαν στη μελέτη.
Η έρευνα διεξήχθη από την Ομάδα Έρευνας Εφαρμοσμένης Φυσιολογίας και Διατροφής, η οποία αποτελείται από επιστήμονες που συνδέονται με το FM-USP και τη Σχολή Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού (EEFE-USP). Οι κύριοι ερευνητές ήταν η Bruna Caruso Mazzolani και η Fabiana Infante Smaira. Συνεργάστηκαν επίσης οι Bruno Gualano, Gabriel P. Esteves, Martin Hindermann Santini, Alice Erwig Leitão και Heloísa Santo André.