Η ώρα των γευμάτων επηρεάζει την ψυχολογική κατάσταση, σύμφωνα με αμερικανική έρευνα
Το φαγητό τη μέρα ωφελεί περισσότερο την ψυχική υγεία, ενώ τη νύχτα μπορεί να αυξήσει την κατάθλιψη και το άγχος, συμπέρανε μια νέα μικρή αμερικανική επιστημονική έρευνα, η οποία δείχνει ότι ο χρονισμός του φαγητού παίζει κάποιον ρόλο στην ψυχική κατάσταση ενός ανθρώπου.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ Φρανκ Σιρ, διευθυντή του Προγράμματος Ιατρικής Χρονοβιολογίας του Τμήματος Διαταραχών Ύπνου του Νοσοκομείου Brigham and Women’s στη Βοστώνη, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (Proceedings of the National Academy of Sciences-PNAS), βρήκαν ότι όσοι από τους 19 συμμετέχοντες (12 άνδρες και επτά γυναίκες) έτρωγαν, εκτός από τη μέρα, και αργά το βράδυ, είχαν κατά 26% αυξημένα επίπεδα καταθλιπτικής διάθεσης και κατά 16% άγχους.
Ο Σιρ επεσήμανε ότι η μελέτη αφορά, μεταξύ άλλων, όσους εργάζονται συχνά σε νυχτερινές βάρδιες οπότε τρώνε τότε, όσους κάνουν μακρινά υπερατλαντικά ταξίδια και όσους έχουν αϋπνίες με αποτέλεσμα να το ρίχνουν στο φαγητό. «Η μελέτη μας φέρνει έναν νέο “παίκτη” επί τάπητος: το πότε τρώει κανείς, έχει σημασία για την ψυχική διάθεσή μας», τόνισε.
Οι εργαζόμενοι τα βράδια (υγειονομικοί, βιομηχανικοί εργάτες, υπηρεσίες ασφαλείας και άλλες ζωτικές υπηρεσίες) αποτελούν έως το 20% του εργατικού δυναμικού στις σύγχρονες κοινωνίες. Η νυχτερινή εργασία τείνει να απορρυθμίσει το κεντρικό βιολογικό (κιρκάδιο) ρολόι στον εγκέφαλο, με αποτέλεσμα, πέρα από άλλες πιθανές επιπτώσεις στην υγεία, να αυξάνεται η πιθανότητα κατάθλιψης και άγχους.
Η δρ Σάρα Τσελάπα του γερμανικού Πανεπιστημίου της Κολωνίας δήλωσε ότι «η μελέτη μας έρχεται να προστεθεί σε έναν αυξανόμενο αριθμό ευρημάτων που δείχνουν ότι οι στρατηγικές βελτίωσης των ρυθμών του ύπνου και των κιρκάδιων ρυθμών μπορεί να βελτιώσει την ψυχική υγεία. Θα χρειαστούν πάντως μελλοντικές μελέτες για να επιβεβαιώσουν ότι οι αλλαγές στις ώρες του φαγητού μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους με διαταραχές κατάθλιψης και άγχους».
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση: