Νέα Μελέτη καταρρίπτει την θεωρία της ασφάλειας των γλυκαντικών. Στο “στόχαστρο” στέβια, ασπαρτάμη, σουκραλόζη και σακχαρίνη που χρησιμοποιούνται σε επιδόρπια με χαμηλά λιπαρά.
Αλλαγές στο εντερικό μικροβίωμα και μειωμένη απορροφητικότητα των σακχάρων από τα κύτταρα του οργανισμού προκαλεί η χρήση τεχνητών γλυκαντικών, όπως αποκαλύπτει νέα μελέτη από το Ινστιτούτο Επιστημών Weizmann στο Ισραήλ.
Τα τεχνητά γλυκαντικά, όπως η ασπαρτάμη, χρησιμοποιούνται από τη βιομηχανία τροφίμων για έναν σκοπό: να συνεχίσει ο άνθρωπος να απολαμβάνει τις αγαπημένες του γλυκές απολαύσεις, αλλά χωρίς να πρέπει να πληρώσει το «τίμημα» της ζάχαρης. Αυτό σημαίνει λιγότερες θερμίδες και λιπαρά, αλλά η ίδια γλυκιά γεύση.
Παρά τα εμφανή θετικά τους, τα τεχνητά γλυκαντικά έχουν αμφισβητηθεί για το πόσο αποτελεσματικά και ωφέλιμα για την υγεία είναι. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) σε πρόσφατη ανακοίνωσή του αναφέρει ότι δεν υπάρχει σαφής συναίνεση σχετικά με το εάν τα γλυκαντικά χωρίς ζάχαρη είναι αποτελεσματικά για μακροπρόθεσμη απώλεια βάρους ή εάν συνδέονται με άλλες μακροπρόθεσμες επιδράσεις στις συνήθεις προσλήψεις εντός του ADI (συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη). Στο προσχέδιο των κατευθυντήριων γραμμών προτείνει “να μην χρησιμοποιούνται γλυκαντικά χωρίς ζάχαρη ως μέσο για τον έλεγχο του βάρους”.
Μια νέα μελέτη, με επικεφαλής τον Ισραηλινό επιστήμονα Δρ Eran Elinav, για τα τεχνητά γλυκαντικά υποστηρίζει ότι «δεν πρέπει να θεωρούνται ασφαλή προς κατανάλωση». Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Cell.
Για τις ανάγκες της μελέτης, οι επιστήμονες έδωσαν σε 120 άτομα ένα από τα τέσσερα γλυκαντικά ή ένα εικονικό φάρμακο έως και τρεις φορές την εβδομάδα για 14 ημέρες σε δόσεις χαμηλότερες από τα συνιστώμενα όρια. Τα άτομα αυτά ήταν υγιή, ως 29 ετών και δεν είχαν καταναλώσει ποτέ ξανά γλυκαντικό. Τυχαιοποιήθηκαν σε έξι ομάδες για να λάβουν είτε ένα γλυκαντικό από εμπορικά διαθέσιμα φακελάκια, μια ζάχαρη ή ένα εικονικό φάρμακο (Placebo). Η μελέτη εξέτασε την ασπαρτάμη, τη σακχαρίνη, τη στέβια και τη σουκραλόζη, στις συνιστώμενες ποσότητες εγκεκριμένες από τον FDA.
Τα αποτελέσματα έδειξαν προβλήματα με την απορρόφηση της ζάχαρης σε δύο από τις ομάδες γλυκαντικών, ενώ και οι τέσσερις παρουσίασαν αλλαγές στο μικροβίωμα του εντέρου. Διαπίστωσαν, επίσης, ότι όσοι έπαιρναν ασπαρτάμη και στέβια, τα οποία συχνά βρίσκονται σε αναψυκτικά και χυμούς διαίτης, είχαν αλλοιωμένο μικροβίωμα του εντέρου. Επιπλέον, όσοι έπαιρναν σακχαρίνη και σουκραλόζη, ένα κοινό υποκατάστατο ζάχαρης στο ψήσιμο, ήταν επίσης λιγότερο ικανοί να απορροφήσουν τη ζάχαρη.
Όπως λένε οι ειδικοί, σύμφωνα με την Dalily mail, από τη στιγμή που έχει επισημανθεί ότι τα μη θρεπτικά γλυκαντικά δεν είναι αδρανή για το ανθρώπινο σώμα, το βάρος της απόδειξης ή της απόρριψης των πιθανών επιπτώσεών τους στην ανθρώπινη υγεία είναι ευθύνη εκείνων που προωθούν τη χρήση τους. Και δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι είναι ασφαλή μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο. Μέχρι τότε, συνιστάται προσοχή.
Προηγούμενες μελέτες έχουν επίσης συνδέσει τα γλυκαντικά με υψηλότερο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2, καρδιακές παθήσεις και παχυσαρκία, αλλά έχουν δείξει επίσης ότι μπορούν να βοηθήσουν στη βραχυπρόθεσμη απώλεια βάρους.
Ορισμένα δημοφιλή γλυκαντικά δεν απαιτούν έγκριση πριν από την αγορά από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA), ο οποίος ρυθμίζει τα περισσότερα γλυκαντικά ως πρόσθετα τροφίμων. Ωστόσο, αρκετά από αυτά, συμπεριλαμβανομένης της στέβια που είναι αρκετά δημοφιλής, δεν παρακολουθούνται στενά επειδή θεωρούνται «γενικά αναγνωρισμένα ως ασφαλή» (GRAS).
Ο Elinav θεωρεί πως, παρότι χρειάζονται περαιτέρω μελέτες για την απόδειξη για τις ακριβείς επιδράσεις των γλυκαντικών στον ανθρώπινο οργανισμό, πλην της απώλειας βάρους, δεν πρέπει να υποθέτει κανείς ότι είναι ασφαλή μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο και οι καταναλωτές πρέπει να είναι προσεκτικοί με τη χρήση τους, ειδικά βάσει των ευρημάτων της παρούσας μελέτης. Πρόσθεσε ότι η κατανάλωση σακχάρων συνέχισε να αποτελεί «καλά αποδεδειγμένο κίνδυνο για την υγεία για την παχυσαρκία, τον διαβήτη και τις επιπτώσεις τους στην υγεία».