Εκατοντάδες ανιχνεύσεις του ιού σε πτηνά, σποραδικά κρούσματα σε ανθρώπους και γαλακτοπαραγωγά βοοειδή.
Σύμφωνα με τη τελευταία έκθεση της EFSA, η γρίπη των πτηνών υψηλής παθογονικότητας (HPAI) A(H5) συνεχίζει να κυκλοφορεί στην Ευρώπη, με 743 ανιχνεύσεις του ιού μεταξύ 7 Δεκεμβρίου 2024 και 7 Μαρτίου 2025. Από αυτές, 239 καταγράφηκαν σε οικόσιτα πτηνά και 504 σε άγρια πτηνά, επηρεάζοντας συνολικά 31 χώρες. Ο κυρίαρχος ιός ήταν ο HPAI A(H5N1), ο οποίος εντοπίστηκε κυρίως στην κεντρική, δυτική και νοτιοανατολική Ευρώπη.

Η εξάπλωση του ιού στα άγρια πτηνά αφορούσε κυρίως υδρόβια είδη, όπως βουβόκυκνους και χήνες, ενώ στα εκτροφεία πουλερικών παρατηρήθηκε περιορισμένη δευτερογενής μετάδοση. Η πρόσβαση των πουλερικών σε υπαίθριους χώρους εξακολουθεί να αποτελεί βασικό παράγοντα κινδύνου, καθώς διευκολύνει την επαφή με μολυσμένα άγρια πτηνά.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι για πρώτη φορά από την άνοιξη του 2024, ο ιός HPAI ανιχνεύθηκε και σε οικόσιτες γάτες καθώς και σε άγρια σαρκοφάγα ζώα στην Ευρώπη.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η εξάπλωση της γρίπης των πτηνών έπληξε γαλακτοπαραγωγά βοοειδή, με σχεδόν 1.000 εκμεταλλεύσεις σε 17 Πολιτείες να αναφέρουν κρούσματα. Ο ιός που ανιχνεύθηκε σε αυτά τα περιστατικά ήταν ο HPAI A(H5N1) D1.1, ένας διαφορετικός γονότυπος του ιού.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, 22 κρούσματα γρίπης των πτηνών εντοπίστηκαν σε ανθρώπους σε διάφορες χώρες:
- 12 στις ΗΠΑ (A(H5))
- 2 στην Καμπότζη (A(H5N1))
- 1 στο Ηνωμένο Βασίλειο (A(H5N1))
- 7 στην Κίνα (6 A(H9N2) και 1 A(H10N3))
Το 93% των ανθρώπινων κρουσμάτων A(H5) (14 στους 15 ασθενείς) είχε προηγούμενη έκθεση σε πουλερικά ή γαλακτοπαραγωγά βοοειδή, γεγονός που υποδηλώνει ότι η μόλυνση προήλθε από ζώα. Δεν υπήρξαν ενδείξεις μετάδοσης από άνθρωπο σε άνθρωπο, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι ο κίνδυνος εξάπλωσης του ιού στον γενικό πληθυσμό παραμένει χαμηλός.
Σύμφωνα με τις υγειονομικές αρχές, ο κίνδυνος μόλυνσης από ιούς γρίπης των πτηνών για το ευρύ κοινό στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΕ/ΕΟΧ) παραμένει χαμηλός. Ωστόσο, ο κίνδυνος είναι αυξημένος (χαμηλός έως μέτριος) για άτομα που εκτίθενται επαγγελματικά ή συχνά σε μολυσμένα ζώα και περιβάλλοντα, όπως κτηνοτρόφοι, εργαζόμενοι σε εκτροφεία και κτηνίατροι.