Ο ρόλος των γαλακτοκομικών στο μικροβίωμα του εντέρου.
Μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nutrients φωτίζει τον τρόπο με τον οποίο η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων επηρεάζει τον εντερικό μικροβιόκοσμο, ειδικά εκείνον που σχετίζεται με τον βλεννογόνο του παχέος εντέρου.
Οι ερευνητές ανέλυσαν πώς διαφορετικά γαλακτοκομικά προϊόντα διαμορφώνουν τη σύνθεση των βακτηρίων του εντέρου, τονίζοντας τόσο τα οφέλη όσο και τους πιθανούς κινδύνους.
Το ανθρώπινο έντερο φιλοξενεί τρισεκατομμύρια βακτήρια που επηρεάζουν όχι μόνο την πέψη αλλά και τη συνολική υγεία, συμπεριλαμβανομένης της ψυχικής ευεξίας και της ανοσολογικής λειτουργίας. Η διατροφή είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που διαμορφώνουν αυτό το μικροβιακό οικοσύστημα.
Ενώ τα γαλακτοκομικά παρέχουν βασικά θρεπτικά συστατικά, όπως ασβέστιο, βιταμίνες και προβιοτικά, οι επιδράσεις τους στο μικροβίωμα παραμένουν αντικρουόμενες. Ορισμένες έρευνες τα συνδέουν με την ενίσχυση ωφέλιμων βακτηρίων, ενώ άλλες επισημαίνουν πιθανούς κινδύνους, όπως φλεγμονή και μεταβολικές διαταραχές.
Η διατομεακή μελέτη πραγματοποιήθηκε σε 34 συμμετέχοντες που υποβλήθηκαν σε κολονοσκόπηση στο Ιατρικό Κέντρο Βετεράνων Michael E. DeBakey στο Χιούστον του Τέξας. Οι συμμετέχοντες επιλέχθηκαν προσεκτικά, αποκλείοντας άτομα με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου (IBD), πρόσφατη χρήση αντιβιοτικών ή σημαντικές διατροφικές αλλαγές. Η πρόσληψη γαλακτοκομικών προϊόντων εκτιμήθηκε μέσω επικυρωμένου ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων (FFQ).
Για την ανάλυση του μικροβιώματος, οι ερευνητές συνέλεξαν 97 βιοψίες βλεννογόνου του παχέος εντέρου. Η μικροβιακή σύνθεση αναλύθηκε μέσω αλληλούχισης της περιοχής V4 του γονιδίου 16S rRNA, χρησιμοποιώντας την πλατφόρμα Illumina MiSeq. Οι στατιστικές αναλύσεις προσαρμόστηκαν για παράγοντες όπως η ηλικία, ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ), η χρήση καπνού, η κατανάλωση αλκοόλ και η συνολική ποιότητα της διατροφής.
Τα ευρήματα της μελέτης
Τα αποτελέσματα της μελέτης αποκάλυψαν σημαντικές διαφορές στη σύνθεση του μικροβιώματος ανάλογα με την κατανάλωση διαφορετικών τύπων γαλακτοκομικών προϊόντων.
- Γάλα: Η υψηλότερη κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, ιδιαίτερα γάλακτος, συσχετίστηκε με αυξημένη μικροβιακή ποικιλότητα (α-ποικιλότητα), δηλαδή μεγαλύτερο βακτηριακό πλούτο και ομοιομορφία. Οι συμμετέχοντες που κατανάλωναν περισσότερο γάλα παρουσίασαν αυξημένα επίπεδα των βακτηρίων Faecalibacterium και Akkermansia, γνωστά για τις αντιφλεγμονώδεις ιδιότητές τους και την υποστήριξη της υγείας του εντερικού φραγμού.
Ωστόσο, η σύνδεση με το Akkermansia εξασθένησε όταν οι ερευνητές προσαρμόστηκαν για την πρόσληψη λακτόζης, υποδεικνύοντας ότι η λακτόζη μπορεί να δρα ως πρεβιοτικό, ευνοώντας την ανάπτυξη αυτών των βακτηρίων.
- Τυρί: Αντίθετα, η υψηλή κατανάλωση τυριού συσχετίστηκε με χαμηλότερη μικροβιακή ποικιλότητα και μειωμένη αφθονία των βακτηρίων Bacteroides και Subdoligranulum. Ενώ τα Bacteroides έχουν συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου, η μείωσή τους μπορεί επίσης να έχει αρνητικές συνέπειες, καθώς ορισμένα στελέχη τους υποστηρίζουν την υγεία του εντέρου.
Η μείωση του Subdoligranulum, που συνδέεται με τον μεταβολισμό των λιπαρών οξέων βραχείας αλύσου (SCFA), σχετίζεται με μεταβολικές διαταραχές.
- Γιαούρτι: Η μελέτη δεν βρήκε ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης γιαουρτιού και της μικροβιακής σύνθεσης, πιθανότατα λόγω της χαμηλής πρόσληψης γιαουρτιού από τους συμμετέχοντες.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι τα διαφορετικά γαλακτοκομικά προϊόντα έχουν διαφορετικές επιδράσεις στο μικροβίωμα του εντέρου. Το γάλα φαίνεται να προάγει τα ωφέλιμα βακτήρια, ενώ το τυρί σχετίζεται με μείωση της μικροβιακής ποικιλότητας.
Αυτή η διαφοροποίηση μπορεί να οφείλεται στη σύνθεση των προϊόντων και στη διαδικασία ζύμωσης. Το γάλα, πλούσιο σε λακτόζη, λειτουργεί ως πρεβιοτικό, ενώ τα τυριά, ανάλογα με τον τύπο και τη διάρκεια ωρίμανσης, έχουν διαφορετικές επιδράσεις στη μικροχλωρίδα.