Σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον όπου: α) πρώτες ύλες και προϊόντα διατροφής εισέρχονται στις χώρες από πολλαπλές εισόδους, β) προκύπτουν ζητήματα αντιμικροβιακής ανθεκτικότητας, γ) νέες τεχνολογίες παραγωγής και νέες τάσεις στη διατροφή διευκολύνουν την εμφάνιση νέων κινδύνων και δ) οι πρακτικές απάτης στα τρόφιμα συχνά ξεπερνούν την επιστημονική φαντασία, η διασφάλιση της ασφάλειας (και επάρκειας) των τροφίμων καθώς και η υγεία και η προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών από πρακτικές παραπλάνησης, αποτελούν «ιερή υποχρέωση». Αυτή η υποχρέωση αφορά την πρωτογενή παραγωγή, τους υπευθύνους των επιχειρήσεων τροφίμων που παράγουν, αποθηκεύουν, διανέμουν και πωλούν πρώτες ύλες και τρόφιμα και όλες τις αρμόδιες αρχές που διενεργούν επίσημους ελέγχους.
Τα συστήματα παραγωγής τροφίμων από το «χωράφι στο πιάτο» είναι δυναμικά, η δε απόδοσή τους αλλάζει συνεχώς και επηρεάζεται άμεσα και έμμεσα από σημαντικές αλλαγές στο κλίμα, τα δημογραφικά στοιχεία και την οικονομία. Πολλές από αυτές τις μεγάλες τάσεις, ενδεχομένως να οδηγήσουν στο μέλλον, στην ανάπτυξη κινδύνων για την ασφάλεια των τροφίμων με αντίκτυπο στην ανθρώπινη υγεία, στις τοπικές κοινωνίες και στις οικονομίες. Με την υιοθέτηση ενός ολιστικού τρόπου σκέψης και δράσης όπως η “Ενιαία Υγεία” μπορεί να προβλεφθεί η αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης διατροφικών κινδύνων, προκειμένου να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για την πρόληψη, τον έλεγχο και τη διαχείριση των σχετικών κινδύνων.
H Παγκόσμια Ημέρα για την Ασφάλεια των Τροφίμων η οποία γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 7 Ιουνίου, έχει ως στόχο να προσελκύσει την προσοχή και να εμπνεύσει δράσεις για την πρόληψη, τον εντοπισμό και τη διαχείριση των διατροφικών κινδύνων, συμβάλλοντας έτσι στην επισιτιστική ασφάλεια, την ανθρώπινη υγεία, την οικονομική ευημερία, τη γεωργία, την πρόσβαση στις αγορές, τον τουρισμό και τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Στη χώρα μας από: α) την Οδηγία 93/43/ΕΟΚ (1993) περί υγιεινής των τροφίμων, όπου θεσπίστηκαν οι γενικοί κανόνες περί υγιεινής των τροφίμων και οι διαδικασίες για την εξακρίβωση της τήρησης των εν λόγω κανόνων, β) την ίδρυση του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ – 1999), γ) τη Λευκή Βίβλο για την Ασφάλεια των Τροφίμων (2000), δ) την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA – 2002) και ε) μιας σειράς βασικών νομοθετικών παρεμβάσεων για την κάλυψη όλων των πτυχών που σχετίζονται με τα τρόφιμα «από το χωράφι στο πιάτο» καθώς και για πιο εναρμονισμένα συστήματα ελέγχου σε εθνικό επίπεδο, μέχρι σήμερα έχουν γίνει τεράστια άλματα προόδου.
Η προστασία της ανθρώπινης υγείας αποτελεί στόχο πρωταρχικής σημασίας και η εμπιστοσύνη στο επίπεδο καταλληλότητας των τροφίμων που διατίθενται στην αγορά αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία της. Στην Ελλάδα το επίπεδο της ασφάλειας των προϊόντων διατροφής των Ελληνικών επιχειρήσεων αλλά και το επίπεδο των ελέγχων από πλευράς ελεγκτικών αρχών (παρά την υποστελέχωση και την υποχρηματοδότηση), είναι σε υψηλό επίπεδο όπως αποδεικνύουν τα ετήσια στατιστικά στοιχεία των ελέγχων. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα δεν έχει καταγραφεί καμία διατροφική κρίση μέχρι στιγμής ούτε έχει προκληθεί διατροφική κρίση στο εξωτερικό από ελληνικά προϊόντα, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει εφησυχασμός.
Πόσο δύσκολο είναι να διατηρήσουμε υψηλό επίπεδο ασφάλειας και υγιεινής στα τρόφιμα;
Η ενεργή εμπλοκή των επιχειρήσεων στη διασφάλιση της ασφάλειας και της ποιότητας των παραγόμενων τροφίμων μέσω της υποχρεωτικής εφαρμογής αντίστοιχων συστημάτων (HACCP, BRC, IFS) σε συνδυασμό με τους συνεχείς ελέγχους από πλευράς αρμόδιων ελεγκτικών αρχών για την εξακρίβωση της εφαρμογής όλων των κανόνων ορθής παραγωγικής πρακτικής, και τη βέλτιστη νομοθέτηση της ΕΕ, διασφαλίζουν τη σε μεγάλο βαθμό παραγωγή ασφαλών τροφίμων, χωρίς βέβαια να αποκλείονται και οι εκτροπές. Πρέπει και είμαστε σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο σε μόνιμη εγρήγορση, καθώς οι συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης αγοράς μπορούν να ευνοήσουν φαινόμενα εκτροπών, ενώ επίσης δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις ασύμμετρες απειλές από φαινόμενα νοθείας που εκτός από την παραπλάνηση των καταναλωτών εμπεριέχουν συχνά και κινδύνους για τη δημόσια υγεία (παράδειγμα η προσθήκη μελαμίνης σε βρεφικό γάλα για την αύξηση των επιπέδων πρωτεϊνών με 6 θανάτους και 300.000 αρρώστους αλλά και 2 εκτελέσεις για τους υπεύθυνους).
Η ασφάλεια και υγιεινή των τροφίμων και η ανάγκη της ενημέρωσης.
Διάφορα γεγονότα στα τέλη της δεκαετίας του ’90, που αφορούσαν τρόφιμα, όπως η νόσος των τρελών αγελάδων, δημιούργησαν παγκόσμια ανησυχία και κινητοποίησαν τις αρχές, ευρωπαϊκές και εθνικές, στη λήψη μέτρων αλλά και στη βελτίωση του διαλόγου και της ενημέρωσης των καταναλωτών. Η εκθετική αύξηση των διαθέσιμων μέσων ενημέρωσης (ιδιωτικά κανάλια τηλεόρασης, δορυφορικά κανάλια, ραδιόφωνο, internet, blogs, κοινωνικά δίκτυα κλπ) αύξησε και το ενδιαφέρον αλλά και το βαθμό ενημέρωσης και «εκπαίδευσης» του καταναλωτικού κοινού δημιουργώντας έναν πιο υποψιασμένο καταναλωτή. Όπως ήταν φυσιολογικό τα ΜΜΕ ανέλαβαν σε μεγάλο βαθμό το ρόλο της ενημέρωσης, είτε με την αναμετάδοση πληροφοριών από επίσημα χείλη μέσω σοβαρών ρεπορτάζ της έγκυρης δημοσιογραφίας, όσο και μέσω διόγκωσης των ειδήσεων και παραπληροφόρησης στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Διατροφικά σκάνδαλα της τελευταίας 10ετίας (διοξίνες, μελαμίνη σε γάλα, νοθεία με κρέας αλόγου κ.α.), αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες, αλλαγές σε παραγωγικές διαδικασίες, εισαγωγή νέων «εξωτικών» πρώτων υλών στη διατροφή κλπ., απέδειξαν τη δυσκολία στη διασφάλιση της ασφάλειας των τροφίμων σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένης αγοράς και την ανάγκη συνεχούς επαγρύπνησης η οποία περιλαμβάνει και τον ορθά ενημερωμένο καταναλωτή.
*Ο Δρ. Φραγκίσκος Γαϊτης είναι Βιολόγος-Μικροβιολόγος τροφίμων και εργάζεται στον ΕΦΕΤ ως Προϊστάμενος των Εργαστηρίων Δοκιμών και Ερευνών Τροφίμων Αθήνας.