Νέα ευρήματα μικροπλαστικών συσκευασίας σε ανθρώπινα αγγεία – Πως τα μικροπλαστικά του περιβάλλοντος σχετίζονται με την έκβαση χειρουργικών επεμβάσεων ανοιχτής καρδιάς.
Σύμφωνα με νέα πιλοτική μελέτη του Αγγλικού πανεπιστημίου του Hull, τα μικροπλαστικά μπορούν να περάσουν στον ανθρώπινο ιστό και να “ταξιδέψουν” στο σώμα μέσω κεντρικών αιμοφόρων αγγείων. Η έρευνα διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο του Hull και την Ιατρική Σχολή του Hull York με επικεφαλής ερευνητή, την καθηγήτρια Jeanette Rotchell, περιβαλλοντική τοξικολόγο του Πανεπιστημίου. Τα ευρήματα έδειξαν πως δύο από τους πέντε τύπους μικροπλαστικών πολυμερών που βρέθηκαν στις ανθρώπινες φλέβες προέρχονται από συσκευασία τροφίμων.
Τα ευρήματα προήλθαν από αναλύσεις σαφηνών φλεβών, ασθενών που υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση ανοιχτής καρδιάς (Bypass), και αποκάλυψαν 15 μικροπλαστικά σωματίδια ανά γραμμάριο ιστού φλέβας. “Αν και δεν γνωρίζουμε ακόμη τις επιπτώσεις αυτού στην ανθρώπινη υγεία, αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι από μελέτες που χρησιμοποιούν κύτταρα που αναπτύσσονται σε πιάτα, προκαλούν φλεγμονή και αντιδράσεις στο στρες. Αλλά δεν ήταν ξεκάθαρο αν μπορούσαν να διασχίσουν αιμοφόρα αγγεία στον αγγειακό ιστό και αυτή η εργασία υποδηλώνει ότι μπορούν να κάνουν ακριβώς αυτό”.
Η μεγάλη σαφηνής φλέβα (GSV) είναι μια υποδόρια φλέβα του ποδιού και είναι η μεγαλύτερη φλέβα στο σώμα. Εκτείνεται κατά μήκος του μπροστινού μέρους του ενώ η μικρή σαφηνή φλέβα, εκτείνεται κατά μήκος του πίσω μέρους της γάμπας. Ο ρόλος τους είναι να βοηθούν στη μεταφορά αίματος στην καρδιά. “Αποτελούνται από τρία στρώματα ιστού και χρησιμοποιούνται ευρέως σε επεμβάσεις ανοιχτής καρδιάς (CABG ή Bypass) που στοχεύουν στην εκτροπή ή παράκαμψη του αίματος γύρω από στενωμένες ή φραγμένες στεφανιαίες αρτηρίες για την αποκατάσταση της παροχής αίματος στην καρδιά σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο”. Πάνω από τα μισά χειρουργεία ανοιχτής καρδιάς τελικά αποτυγχάνουν μετά από 10 χρόνια εξ αιτίας ανεξερεύνητων λόγων, επισημαίνει το Πανεπιστήμιο του Hull. Το πανεπιστήμιο τονίζει επίσης ότι μέχρι τώρα, καμία μελέτη δεν έχει εξετάσει εάν τα μικροπλαστικά μπορούν να ταξιδεύουν μέσω των αιμοφόρων αγγείων, ή αν τα μικροπλαστικά του περιβάλλοντος σχετίζονται με τα αποτελεσμάτων CABG.
Στην παρούσα έρευνα βρέθηκαν δυο ειδών πολυμερή από συσκευασίες τροφίμων: το οξικό πολυβινύλιο (PVAC) και το νάιλον (EVOH-EVA). Το μεν είναι ένα είδος κόλλας που βρίσκεται σε συσκευασίες τροφίμων, συνθέτει την κόλλα ξύλου και χρησιμοποιείται από τη βιοϊατρική στη διανομή DNA/φαρμάκων. Το δε, είναι ένα μέσο συγκόλλησης πλαστικών πολυμερών για τη δημιουργία εύκαμπτων υλικών συσκευασίας, μονωτικών αλλά και ειδών πλαστικοποίησης.
Υπενθυμίζεται πως τον περασμένο Μάρτιο, οι επιστήμονες βρήκαν για πρώτη φορά στο ανθρώπινο αίμα πολυμερή μικροπλαστικών από συσκευασίες τροφίμων. Η έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Environment International, αποκάλυψε πως σχεδόν 8 στους 10 εξεταζόμενους διέθεταν τέτοιου είδους πλαστικά σωματίδια στο αίμα τους. Τα μισά από τα δείγματα περιείχαν ρινίσματα πλαστικού PET, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως σε μπουκάλια ποτών και τα υπόλοιπα μισά μοιράστηκαν σε πολυστυρένιο, που χρησιμοποιείται για τη συσκευασία τροφίμων και άλλων προϊόντων, και πολυαιθυλένιο, μέσο παρασκευής πλαστικών σακουλών.
Ωστόσο, ενώ το φαινόμενο γίνεται όλο και πιο συχνό, οι ερευνητές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην υγεία. “Η παρουσία αυτών των μικροπλαστικών στις φλέβες μπορεί κάλλιστα να διαδραματίσει ρόλο στην καταστροφή του εσωτερικού της φλέβας που οδηγεί σε απόφραξη της με το πέρασμα του χρόνου. Πρέπει να προσδιορίσουμε εάν υπάρχει κάποια συσχέτιση και να βρούμε τρόπους για να αφαιρέσουμε ίσως τα μικροπλαστικά”, αναφέρει ο καθηγητής Mahmoud Loubani, συν-συγγραφέας και επίτιμος καθηγητής καρδιοθωρακικής χειρουργικής, στο Packaging-gateway. Επίσης, η καθηγήτρια Rotchell τονίζει πως η αναγνώριση και η αξιολόγηση των επιπέδων μικροπλαστικών μπορεί γίνει βάση για πειράματα ως προς τον προσδιορισμό των επιπτώσεων στην υγεία των αγγείων, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε πιθανής σχέσης μεταξύ αυτών και των αποτελεσμάτων CABG.