Νέα επιστημονική μελέτη στοχοποιεί δημοφιλές συντηρητικό για βλάβες στο εντερικό μικροβίωμα.
Τα «λαντιβιοτικά» ή αλλιώς βακτηριοσίνες είναι πρόσθετα που χρησιμοποιούνται ευρέως από τη βιομηχανία τροφίμων, καθώς αυξάνουν τη διάρκεια ζωής λόγω των αντιμικροβιακών τους ιδιοτήτων, συμβάλλοντας τελικά στην ασφάλεια των τροφίμων. Μεταξύ των πιο δημοφιλών πρόσθετων αυτής της κατηγορίας είναι και η νισίνη, (στη λίστα συστατικών στο πίσω μέρος των τροφίμων μπορεί να αναφέρεται ως Nisin) η μόνη βακτηριοσίνη που έχει αδειοδοτηθεί σε περισσότερες από 50 χώρες ως βιοσυντηρητική και χρησιμοποιείται από μπύρα και λουκάνικα μέχρι τυριά και σάλτσες. Παραδείγματα χρήσης είναι τα κονσερβοποιημένα μπιζέλια, τα καρότα, οι πιπεριές, οι πατάτες, τα μανιτάρια, οι μπάμιες, το baby sweetcorn και τα σπαράγγια. Η νισίνη χρησιμοποιείται επίσης σε κονσερβοποιημένες πουτίγκες γαλακτοκομικών που περιέχουν σιμιγδάλι και ταπιόκα.
Επειδή τα μικρόβια στο έντερο ζουν σε μια λεπτή ισορροπία και τα κοινά βακτήρια παρέχουν σημαντικά οφέλη στον οργανισμό διασπώντας τα θρεπτικά συστατικά, παράγοντας μεταβολίτες και – το σημαντικότερο – προστατεύοντας από παθογόνα, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο διεξήγαγαν μελέτη που δημοσιεύτηκε στο ACS Chemical Biology για το πόσο επηρεάζει η νισίνη που λαμβάνεται από τον ανθρώπινο οργανισμό μέσω των επεξεργασμένων τροφίμων, το μικροβίωμα του εντέρου. Να σημειωθεί πως εάν πάρα πολλά συζυγικά σκοτωθούν αδιακρίτως από αντιμικροβιακά συντηρητικά τροφίμων, τα ευκαιριακά παθογόνα βακτήρια μπορεί να πάρουν τη θέση τους και να προκαλέσουν τον “όλεθρο” – ένα αποτέλεσμα όχι καλύτερο από την κατανάλωση μολυσμένων τροφίμων εξαρχής.
- Δείτε επίσης: Σαλμονέλα σε χαλβά Τουρκίας
Ο πρώτος συγγραφέας της μελέτης Zhenrun “Jerry” Zhang, Ph.D δήλωσε: «Η νισίνη είναι, στην ουσία, ένα αντιβιοτικό που έχει προστεθεί στα τρόφιμά μας για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά το πώς μπορεί να επηρεάσει τα μικρόβια του εντέρου μας δεν έχει μελετηθεί καλά. Αν και μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματικό στην πρόληψη της μόλυνσης των τροφίμων, μπορεί επίσης να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στα ανθρώπινα μικρόβια του εντέρου μας». Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι ενώ τα διαφορετικά λαντιβιοτικά είχαν ποικίλες επιδράσεις, σκότωναν εξίσου παθογόνα αλλά και κοινά χρήσιμα βακτήρια.
«Αυτή η μελέτη είναι από τις πρώτες που έδειξε ότι μικροβίωμα του εντέρου είναι ευαίσθητο στα λαντιβιοτικά και μερικές φορές είναι πιο ευαίσθητο από τα παθογόνα», είπε ο Zhang. «Με τα επίπεδα των λαντιβιοτικών που υπάρχουν σήμερα στα τρόφιμα, είναι πολύ πιθανό να επηρεάσουν και την υγεία του εντέρου μας».
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως τα λαντιβιοτικά και τα βακτήρια που παράγουν λαντιβιοτικά δεν είναι πάντα καλά για την υγεία, και αναζητούν τρόπους για να αντιμετωπίσουν την πιθανή κακή επίδραση.
Για να διαβάσετε ολόκληρη τη μελέτη πατήστε ΕΔΩ.
Υλικό από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο