Με απόφαση της υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνας Μενδώνη, έθιμα, παραδοσιακές τέχνες και κοινωνικές τελετουργίες από τη νησιωτική χώρα, εγγράφονται στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, όπως ενημερώνει ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ, εγγράφονται η Ανδριώτικη Βεγγέρα, το Μελεκούνι της Ρόδου, η Σιφνέικη Κεραμική, τα Πανηγύρια της Ικαρίας, οι Μάντρες της Λήμνου και η Καλαντήρα της Νισύρου.
Η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, δήλωσε: «Αναγνωρίζοντας την ανάδειξη και διαφύλαξη εκείνων των στοιχείων που οι ίδιοι οι φορείς θεωρούν κρίσιμα για τη συλλογική τους ταυτότητα, την ιστορία και τον πολιτισμό τους, εγγράφουμε στο Εθνικό Ευρετήριο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς παραδοσιακές πρακτικές και τελετουργίες των Νησιωτών συμβάλλοντας ενεργά στον εμπλουτισμό και στην προαγωγή του σεβασμού της πολιτισμικής ποικιλομορφίας και της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Με αίσθημα ευθύνης, ως Πολιτεία, σε συνεργασία με τις τοπικές κοινότητες, πράττουμε με γνώμονα την αναγκαιότητα για ανάδειξη, διαφύλαξη και διαγενεακή μεταβίβαση αναδεικνύουμε εκείνα τα στοιχεία της νησιωτικής μας χώρας που αποτελούν έκφραση της ιδιαίτερης συλλογικής ταυτότητας κάθε τόπου, προστατεύουμε και διαφυλάττουμε τις ποικίλες εκφράσεις της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς μας».
Πανηγύρια της Ικαρίας
Τα Πανηγύρια αποτελούν κορυφαία έκφραση των ικαριώτικων κοινοτήτων και σημαντικό πλαίσιο για πλήθος άλλων πολιτισμικών εκφράσεων όπως μουσικοχορευτικές επιτελέσεις, τελετουργίες, εθιμικές παραδόσεις, παραγωγικές και ανταλλακτικές πρακτικές. Επιπλέον, αποτελούν σημαντικό πλαίσιο για την ανανέωση φιλικών και συγγενικών δεσμών. Σε όλη τη διάρκεια του χρόνου στην Ικαρία τελούνται πάνω από 80 πανηγύρια στις πιο σημαντικές γιορτές του χριστιανικού εορτολογίου. Τα Πανηγύρια απαντώνται σε όλα τα χωριά της Ικαρίας, σε ικαριακές διασπορικές κοινότητες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Από την αυγή του 20ού αιώνα έως τις μέρες μας τα Πανηγύρια γίνονται για κοινωφελείς σκοπούς, με το περιεχόμενο της έννοιας να αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου. Τα Πανηγύρια αποτελούν σημαντικό πεδίο πολιτιστικών εκφράσεων για τα μέλη της κοινότητας: μουσικοί, χοροί, τραγούδια, γλεντικές πρακτικές, τρόποι μαγειρέματος που μεταβιβάζονται διαγενεακά, ιστορίες και μνήμες που μοιράζονται οι παρέες. Είναι, επίσης, ζωτικής σημασίας για την ανανέωση των οικογενειακών, φιλικών και κοινοτικών δεσμών και έχουν συμβάλει σημαντικά στη διατήρηση της συνοχής της κοινότητας, στη συλλογική ψυχαγωγία και μνήμη. Τα Πανηγύρια είναι ουσιώδη στην ανανέωση της τοπικής ταυτότητας, στην ενδυνάμωση των δεσμών της κοινής ζωής. Τα Πανηγύρια της Ικαρίας εγγράφονται στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας διότι η επιτέλεσή τους αποτελεί κορυφαία έκφραση του αισθήματος του «ανήκειν» στην κοινότητα και της αλληλεγγύης των μελών της.
Ανδριώτικη Βεγγέρα
Η Βεγγέρα αποτελεί χαρακτηριστική έκφραση της κοινωνικής ζωής των κατοίκων της Άνδρου που κρατά πολλές γενεές πίσω. Πρόκειται για αυτοσχέδια μορφή διασκέδασης -βραδινή συγκέντρωση σε σπίτι με σκοπό την ψυχαγωγία που συνήθως διαρκεί έως τα μεσάνυχτα ή τις πρώτες πρωινές ώρες- με διάφορα δρώμενα και προσφορά χειροποίητων κερασμάτων που μπορεί να εξελιχθεί σε μικρό γλέντι. Εκφράσεις όπως βεγγερίζω, «κάνω βεγγέρα», «πάω για βεγγέρα» συνοδεύουν το γεγονός. Η Βεγγέρα ως πρακτική μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά, εξελίσσεται σύμφωνα με τις επικρατούσες συνθήκες και τις ιδιαιτερότητες κάθε εποχής, διατηρεί, όμως, τον πυρήνα της, την πρωτογενή ανάγκη για επικοινωνία, αλληλεπίδραση και διατήρηση κοινωνικών και οικογενειακών σχέσεων μεταξύ των χωριών της Άνδρου. Η βιωματική εμπειρία της Βεγγέρας στην καθημερινή ζωή των Ανδριωτών καθιστά το στοιχείο ως σημαντικό μέρος της κουλτούρας του νησιού. Ως συνδετικός κρίκος με τις πατροπαράδοτες κοινωνικές πρακτικές διασφαλίζει ένα μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς και της εξωστρέφειας του τόπου μας. Η Ανδριώτικη Βεγγέρα εγγράφεται στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς διότι αποτελεί χαρακτηριστική έκφραση της κοινωνικότητας και του τρόπου ζωής των κατοίκων της Άνδρου, στοιχείων που αναδεικνύονται ως πολιτιστική κληρονομιά.
Μελεκούνι της Ρόδου
Το Μελεκούνι είναι παραδοσιακό γλύκισμα της Ρόδου που παρασκευάζεται κυρίως στο χωριό Κοσκινού και δευτερευόντως σε άλλα χωριά όπως Αφάντου και Λίνδο. Η ονομασία του είναι σύνθετη, από τη λέξη μέλι και κουννί (κούνα-νες) που στη ροδίτικη διάλεκτο σημαίνει σπόρος. Η διαδικασία παρασκευής του παραμένει αναλλοίωτη για εκατοντάδες χρόνια. Παρασκευάζεται από σουσάμι, μέλι, αμύγδαλα, ξύσμα από εσπεριδοειδή και μπαχαρικά. Έχει μαλακή, εύκαμπτη υφή και χρυσοκίτρινο χρώμα. Το Μελεκούνι «παίζει» τον ρόλο του προσκλητηρίου για τους γάμους στο χωριό, είναι το κέρασμα μετά το μυστήριο της βάπτισης και το κέρασμα στις ονομαστικές εορτές. Το Μελεκούνι έχει καταχωρηθεί στο μητρώο των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων βάσει του Εκτελεστικού Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το Μελεκούνι εγγράφεται στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς διότι αποτελεί εθιμική πρακτική που συνδέεται με τη συλλογική μνήμη, τις διατροφικές πρακτικές των Ροδίων καθώς και με τη διαμόρφωση και διάδοση των τοπικών διατροφικών συνηθειών αλλά και της παραδοσιακής ελληνικής ζαχαροπλαστικής.
Κεραμική παράδοση της Σίφνου
Η Σίφνος έχει μία από τις σημαντικότερες αγγειοπλαστικές παραδόσεις στη νεοελληνική ιστορία. Επί τρεις αιώνες και άνω, οι κάτοικοί της ασχολούνται αδιάλειπτα με την παραγωγή κεραμικών. Η κεραμική παράδοση της Σίφνου αποτελεί βασικό στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού και στοιχείο συγκρότησης της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας των Σιφνίων. Συνεχίζοντας την παράδοση αιώνων, η αγγειοπλαστική δραστηριότητα ανθεί μέχρι και σήμερα στο νησί με πάνω από 15 ενεργά εργαστήρια. Η Σιφνέικη Κεραμική παράδοση είναι στενά συνυφασμένη με την πολιτιστική κληρονομιά, την καλλιτεχνική δημιουργία και την οικονομία του νησιού. Οι αγγειοπλάστες αναγνωρίζουν την αξία των παραδοσιακών τεχνικών και συνεχίζουν να τις χρησιμοποιούν, εμπλουτίζοντας παράλληλα την παραγωγή με νέους τύπους και φόρμες για την κατασκευή διακοσμητικών και χρηστικών σκευών. Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα η κεραμική του Αιγαίου σχεδόν ταυτίζονταν με τη σιφνέικη κεραμική. Οι αγγειοπλάστες της Σίφνου πλέον δραστηριοποιούνται τόσο στο νησί όσο και στα μέρη όπου έχουν μετοικήσει όπως στο Μαρούσι, στη Θάσο, στη Λέσβο, στην Αίγινα και συνεχίζουν την παράδοση του τόπου τους. Η Σιφνέικη Κεραμική παράδοση εγγράφεται στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας γιατί η κεραμική παράδοση της Σίφνου αναδεικνύει μια τέχνη που καθορίζει τη συλλογική μνήμη και ταυτότητα της τοπικής κοινωνίας και την εικόνα της στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Μάντρες της Λήμνου
Η Λήμνος αποτελεί ένα κατ’ εξοχήν ένα αγροτικό νησί με μακροχρόνια παράδοση. Ειδικά το τυρί αποτελεί για τους κατοίκους ένα αγαθό με ιδιαίτερη συμβολική αξία. Εκτός από το καλαθάκι Λήμνου, προϊόν προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης, παράγει, επίσης, το μελίπαστο/μελίχλωρο Λήμνου, με παραδοσιακές τεχνικές. Η Λήμνος έχει, επίσης, παράδοση στην αμπελοκαλλιέργεια, στην καλλιέργεια δημητριακών (μαυραγάνι), οσπρίων (άφκος και λαφύρι) και σουσαμιού. Οι Μάντρες της Λήμνου αποτέλεσαν τις υλικές υποδομές γύρω από τις οποίες αναπτύχθηκε το ομώνυμο σύστημα παραγωγής, το οποίο αποτελεί τον πυρήνα της αγροκτηνοτροφικής παραγωγής του νησιού και θεμέλιο λίθο της οικονομίας του. Η Μάντρα της Λήμνου είναι μια ολοκληρωμένη παραγωγική μονάδα, η οποία αποτελείται από ένα κτίσμα με τους βοηθητικούς του χώρους και τη γεωργική έκταση που το περιβάλλει. Γύρω από τη Μάντρα αναπτύσσεται ένα σύστημα κτηριακών εγκαταστάσεων, βοσκοτόπων, καλλιεργειών και ανθρώπινων σχέσεων που δρουν συμπληρωματικά και επέτρεψαν στους ανθρώπους να επιβιώνουν για αιώνες. Διαχρονικά η Μάντρα αποτύπωνε τις παραγωγικές σχέσεις της Λήμνου και οι παλαιότερες Μάντρες αποτελούν σήμα κατατεθέν του νησιού. Φορείς της Λημνίας Μάντρας είναι ο Κεχαγιάς, ο Λήμνιος γεωκτηνοτρόφος και οι μικρομεσαίοι παραγωγοί του νησιού. Έχοντας συσσωρευμένη εμπειρία οι Κεχαγιάδες εφάρμοζαν μια σειρά παραδοσιακών καλλιεργητικών πρακτικών. Οι Μάντρες αποτέλεσαν και αποτελούν πυρήνα ολόκληρης της αγροτικής Λήμνου, χώρο παραγωγής και κατανάλωσης της πρωτογενούς παραγωγής και σημείο συνάντησης των δύο κυρίαρχων οικονομικοκοινωνικών ομάδων της Λήμνου αλλά και εστίες που προσφέρουν πολύτιμα μαθήματα διαχείρισης του πρωτογενούς τομέας της παραγωγής της Λήμνου. Οι παραδοσιακές πρακτικές και τα προϊόντα της Λήμνου ενσωματώνουν τη ζωντανή κληρονομιά και σοφία που κληροδοτήθηκε από το παρελθόν και φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Το 2017 μέσω του προγράμματος Terra Lemnia ξεκίνησε η αποτύπωση της ουσίας του συστήματος της Μάντρας, ενώ έχει ολοκληρωθεί η λεπτομερής καταγραφή των παραδοσιακών Μαντρών στις περιοχές Βίγλα, Φακός, Ηφαιστία και Φυσίνη. Οι Μάντρες της Λήμνου εγγράφονται στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας ως παράδειγμα τρόπου οργάνωσης της τοπικής οικονομίας που διέπεται από την αρχή της χρηστής διαχείρισης των φυσικών πόρων και του τοπίου, ενώ συνδέεται και με την παραγωγή αγροδιατροφικών προϊόντων υψηλής ποιότητας.
Καλαντήρα Νισύρου
Το Σάββατο του Λαζάρου, τα παιδιά του Δημοτικού Σχολείου στη Νίσυρο, κρατώντας καθένα από ένα στολισμένο κλαδί φοίνικα (βαγιά) περιέρχονται στους δρόμους τραγουδώντας ποίημα για την Ανάσταση του Λαζάρου. Η Καλαντήρα, μια ξύλινη κατασκευή, στολίζεται στο Δημοτικό Σχολείο με λουλούδια και στη συνέχεια την περιφέρουν οι μαθητές της 6ης Δημοτικού ψάλλοντας το απολυτίκιον της ημέρας μαζί με δίσκο για τη συγκέντρωση χρημάτων για το σχολείο, και καλάθια για τη συγκέντρωση αυγών που προσφέρουν στους δασκάλους, και κουλουριών που μοιράζονται οι μαθητές. Το έθιμο της Καλαντήρας αποτελεί στην ουσία μία παιδική γιορτή. Φαίνεται πώς έχει τις ρίζες του στα βάθη των αιώνων στη γιορτή της Ειρεσιώνης. Το 1865 έφθασε στο νησί ο λόγιος Ιωάννης Λογοθέτης, απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής με καταγωγή από τη Νίσυρο, ο οποίος και συνέταξε το «’Ασμα εις την έγερσιν του Λαζάρου», γνωστότερο ως «Η Βηθανία», που τραγουδούν και σήμερα τα παιδιά. Το έθιμο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της κοινωνικής ζωής του νησιού. Η Καλαντήρα Νισύρου εγγράφεται στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς διότι πρόκειται για εθιμικό δρώμενο σημαντικό για τη μνήμη και την ταυτότητα των Νισυρίων αλλά και για την ανάδειξη των εθιμικών πρακτικών της Κυριακής του Λαζάρου.